Το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ και τα ιδεολογικά καθήκοντα



Του Σταύρου Κωνσταντακόπουλου, από τις "Συναντήσεις" της ΑΥΓΗΣ



Στο ερώτημα τι προκάλεσε τον εξαπλασιασμό της δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ σε διάστημα λιγότερο των τριών χρόνων, υπάρχουν μάλλον αρκετές απαντήσεις. Μια από αυτές μου φαίνεται όμως ότι είναι η πιο σημαντική: το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να γίνει η εστία προς την οποία κατευθύνθηκε η πλειοψηφία των οικονομικών ψήφων. Αποκαλώ τις ψήφους αυτές οικονομικές και όχι ταξικές, γιατί ακριβώς ελλείπει η ταξική συνείδηση αυτών των ψηφοφόρων. Μπορεί να υπάρχει, και σίγουρα υπάρχει, ταξικό ένστικτο, ταξικό σκίρτημα κ.ά., αλλά δεν υπάρχει ταξική συνείδηση με την έννοια μιας ολικής θέασης της κοινωνίας σε όλο της το εύρος και της αντίστοιχης θέσης που οι κατώτερες τάξεις κατέχουν σε αυτήν. Δυστυχώς στις μέρες μας, μόνον οι κυρίαρχες τάξεις μοιάζουν να έχουν συνείδηση της ύπαρξής τους και του ρόλου τους. Η προεκλογική περίοδος μας πρόσφερε πολλά παραδείγματα τόσο σε ελληνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για να χρειαστεί κανείς να επιμείνει παραπάνω σε αυτήν την τελευταία διαπίστωση.

Αν η προηγούμενη ανάλυση είναι σωστή, τότε ένα από τα πρώτα καθήκοντα του μετεκλογικού ΣΥΡΙΖΑ είναι σχεδόν αυτονόητο: η προσπάθεια, μέσα από τον πόλεμο στον χώρο των ιδεών, να μετατραπεί η οικονομική ψήφος σε ταξική ψήφο. Μόνον έτσι θα μπορέσει το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ να αποκτήσει διάρκεια. Να γίνω πιο συγκεκριμένος μέσα από ένα παράδειγμα, το οποίο «έπαιξε» αρκετά στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, αυτό της βίας. Στέλεχος της ΔΗΜ.ΑΡ., απόλυτα πεπεισμένος για την ανάγκη καταγγελίας της βίας, διαβεβαίωνε σε τηλεοπτικό πλατό: «δεν υπάρχει καλή βία και κακή βία». Δηλαδή, αυτός, ο κατά τ’ άλλα αυτοανακηρυχθείς πρωταθλητής της Ευρώπης, στερούσε μέσα σε λίγες λέξεις την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα από έναν από τους πιο σοβαρούς πυλώνες της -καθιστώντας την έτσι ετοιμόρροπη-, τη γαλλική Επανάσταση... Η απάντηση σε τέτοιου είδους φληναφήματα, η απάντηση ότι για τις κατώτερες τάξεις η βία δεν αποτέλεσε και δεν αποτελεί πεμπτουσία της ύπαρξής τους, όπως για τους φασίστες, αλλά ένα απλό μέσο ανατροπής των συνθηκών άγριας εκμετάλλευσης, οι οποίες συνεχίζουν να υφίστανται, αποτελεί το καλύτερο εχέγγυο για να μπορέσει να παραχθεί εκείνη η συνειδητοποίηση που προσδίδει -το ξαναλέω- διάρκεια στα σχέδια της Αριστεράς. Το καθήκον των διανοούμενων που συστρατεύτηκαν αυτές τις μέρες με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι να εξηγήσουν ότι η βία είναι το άριστο να αποφεύγεται, αλλά ταυτόχρονα, όταν υπάρχει αναγκαστική καταφυγή σε αυτή από συλλογικά υποκείμενα, καμία σχέση δεν έχει αυτή η τελευταία με τη βία των φασιστικών συμμοριών, για τις οποίες αποτελεί αποκλειστικό λόγο ύπαρξης.

Θα μπορούσα να πολλαπλασιάσω τα παραδείγματα, αλλά επειδή ο χώρος δεν το επιτρέπει, στρέφομαι στο ερώτημα του ποιοι-ες θα δώσουν αυτήν την ιδεολογική μάχη. Το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ επανέφερε στο παιχνίδι ανθρώπους που το είχαν για καιρό εγκαταλείψει είτε γιατί οι Σειρήνες μιας ευδαιμονικής κοινωνίας αποδείχτηκαν ιδιαίτερα θελκτικές είτε γιατί η κρίση της Αριστεράς απομάκρυνε και τους πιο καλοδιάθετους απ’ αυτούς. Είτε, και αυτός είναι ένας τρίτος λόγος που δεν έχει τονιστεί αρκετά, στο σώμα της Αριστεράς είχε παραχθεί ένας λόγος που αναγκαστικά υποβίβαζε τα συλλογικά διακυβεύματα, εφόσον τόνιζε την ανάγκη μεγιστοποίησης της ατομικής ελευθερίας και της απεριόριστης έκφρασης των αυτόνομων επιθυμιών. Στην Ελλάδα, εναρκτήριο λάκτισμα αυτού του ρεύματος μου φαίνεται ότι είναι το περίφημα σύνθημα που εκτοξεύτηκε στη διάρκεια του αγώνα για την κατάργηση του 815: «εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά».

Όποιοι και αν ήσαν όμως οι γενεσιουργοί λόγοι αυτού του ατομικισμού, το μέγεθος της οικονομικής ύφεσης καθιστά την ιδιώτευση πολυτέλεια και την εμπλοκή στην Αριστερά σχεδόν υποχρεωτική. Η ερημία των ανθρώπων της ριζοσπαστικής και ανανεωτικής Αριστεράς μοιάζει να τελειώνει. Το αν όμως το τέλος αυτό θα είναι ευτυχές, θα κριθεί από την επιτυχή όσμωση των ανθρώπων και, το κυριότερο, από το αν όλοι αυτοί θα κατορθώσουν να παράξουν εκείνον τον ηγεμονικό ιδεολογικό λόγο, ο οποίος θα προσδώσει στις αγωνίες των κατώτερων τάξεων αξιόμαχα πολιτικά όπλα και κατά συνέπεια θα τους επιτρέψει να ζήσουν όπως το δικαιούνται.