1974 (κυπριακή μαρτυρία)



του Δώρου Αντωνιάδη, από το μπλογκ "ΚΟΙΤΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ"


Κάθε χρόνο τέτοιο καιρό ξυπνούν οι μνήμες και η «μάμμα» μου θυμάται.

15 Ιουλίου μεσημέρι. Ο Άντρος αργεί να γυρίσει που το ΡΙΚ, σούσουρο στη γειτονιά «έγινε πραξικόπημα». Πιάνω το τηλέφωνο, νεκρό. Φκαίνω έξω, χτυπώ δίπλα, τα ίδια. Οι άντρες ακόμα να γυρίσουν. Με δκυο μωρά στην αγκαλιά βουρώ ποδά-ποτσί, ένη ξέρω τι να κάμω! Οι εφιαλτικότερες ώρες της ζωής μου. Άνοιξε η γη να με καταπιεί. Να μεν ξέρω που εν ο άντρας μου, αν ζει ή αν επέθανε, να μεν ηξέρω τι κάμνει η μάμμα μου τζιαι η άρρωστη γιαγιά μου! Ακούμεν πως έσιη curfew. Ήταν μαζί μου τζιαι η Σαβού. Έρκεται ο άντρας της με τη μοτόρα να την πάρει να φύουν τζιαι λαλεί του «φύε εσύ τζιαι πήαινε με τα παιδιά. Τα δικά μας εν μεγάλα, εν με χρειάζουνται. Εν να μείνω δαμέ με την Ελένη τζιαι τα μωρά». Που τότε η Σαβού έγινεν αδελφή μου. Κάθουμαι καθιστή στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει. Η ώρα 5 βουρώ τζιαι πάω σε μια συνάδελφο του Άντρου. Εν ε φοούμουν το curfew. Μόνο να μάθω για τον Άντρον ήθελα. Σκέφτουμαι «εν γεναίκα, εν θα την εκράτησαν». Ευτυχώς ήβρα την τζιαι είπε μου πως τον είδεν τζιαι εν καλά. Το μεσημέριν ήρτεν στρατιωτικό φορτηγό. Ακούω φωνές τζιαι κόσμο να φωνάζει το όνομα μου. Ευτυχώς ο Άντρος εγύρισε σπίτι.

20 Ιουλίου ξημερώματα. 3 μηνών ο Δωρής τζιαι εξύπνησεν για γάλα. Εσηκώθηκα, άκουσε με τζιαι η πεθερά μου τζιαι εσηκώθηκεν να βοηθήσει. Πάντα τζίνην την ώραν ακούαμεν τον Μουεζίνη να λαλεί την προσευχή. Όμως τζίνην την ημέραν ακούσαμεν εμβατήρια. Λαλεί μου η μάμμα, «βάλ'το ράδιον, βάλ'τες βάσεις».. ακούμεν πως έγινεν εισβολή. Ήρταν οι Τούρτζιοι! Πόλεμος!!! Εν υπάρχει πιο ολοκληρωτικό συναίσθημα. Ξεχνάς ποιος είσαι, εν υπάρχει τίποτε άλλον πέραν του πολέμου. Να σωθείς. Έβουρήσαμεν τζιαι ε ξυπνήσαμεν τους άντρες. Άρχισεν ο πόλεμος.



Κάθε χρόνο τέτοιο καιρό ξυπνούν οι μνήμες και ο «παπάς» μου θυμάται.


15 Ιουλίου πρωί. Καθούμαστεν με τον Εύην στο κυλικείο του ΡΙΚ. Ακούμεν κάτι βζινν, βζινν, λαλεί μου «Ρε Άντρο, πολλές μέλισσες εμπήκαν μέσα», λαλώ του «έσιεις δίκαιο ρε»... σπάζουν τα τζιάμια πίσω μας. «Ρε εν σφαίρες!!!». Τζιαι μετά εμπήκαν μέσα.

Αρχές Αυγούστου, αν τζιαι στα ΛΟΚ, ήμουν επιστράτευση στο ΡΙΚ. Λαλεί μου ο Χαρίλαος «κάτι αριστεροί σαν εσένα εν θα περάσουν καλά. Πάρτην άδειαν σου καλλίτερα τζιαι πήαινε διακοπές, φύε». Ενομίσαμεν πως ηρέμησαν τα πράματα. Είχαμεν κλείσει να πάμε στο Βαρόσι. Ξαφνικά θωρούμε στη θάλασσα κάτι γκρι βάρκες. Λαλούμεν πως εν ψαρόβαρκες. Μετά άρχισαν να πέφτουν οι αλεξιπτωτιστές τζιαι καταλάβαμεν. Έρκεται ο εγγλέζος που κάτω τζιαι λαλεί μας πως εφωνάξαν τους να μπουν μέσα στις βάσεις τζιαι καλλίτερα να φύουμεν. Έπρεπε να πάμε τζιαμαί που ήταν οι υπόλοιπη οικογένεια, στη Λευκωσία. Εθέλαμεν να έχουμεν κοινήν μοίραν. 15αύγουστον εγίνηκεν η 2η εισβολή.