Που βρίσκεται η δυναμική της Κεντροαριστεράς το 2012;



αναδημοσίευση από το ιστολόγιο του Αντώνη Λιάκου (Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών)


Το αίτημα για τις δυνατότητες συγκρότησης ενός   πολιτικού χώρου ανάμεσα στον Σύρριζα και τη Νέα Δημοκρατία, μοιάζει, κατά κάποιο τρόπο, περισσότερο με  το αίτημα της συγκρότησης της Ένωσης Κέντρου μετά την ανάδειξη της ΕΔΑ ως κόμματος αξιωματικής Αντιπολίτευσης το 1958, παρά με τη συγκρότηση της Ελιάς στην Ιταλία. Το αίτημα στην Ελλάδα του ’58 ήταν να υπάρξει ένα εναλλακτικό αστικό κόμμα ώστε να συγκροτηθεί ένα δικομματικό πολιτικό σύστημα, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα αριστερής κυβέρνησης. Στην Ιταλία η Ελιά συγκροτήθηκε ως η ομπρέλα της Κεντροαριστεράς μετά τη διάλυση του πολιτικού συστήματος από το κύμα αποκάλυψης σκανδάλων (Tangentopoli  1992-94), ώστε η χώρα να ξεπεράσει τους συμβιβασμούς  που προκαλούσαν ακινησία και διαφθορά,  με ένα σύστημα εναλλαγής δύο πολιτικών πόλων στην εξουσία, ενός προοδευτικού  και ενός συντηρητικού. Ποια ήταν τα αποτελέσματα των δύο εγχειρημάτων;  Στην Ελλάδα η Ένωση Κέντρου κατόρθωσε μεν να διαδεχτεί την ΕΡΕ, αλλά αποδείχτηκε το 1965, ότι οι εσωτερικές της διαφοροποιήσεις ήταν πολύ μεγάλες και μοιραίες. Στην  Ιταλία, η αναδιοργάνωση της πολιτικής ζωής σε δύο πόλους, χάρισε στον   Μπερλουσκόνι,   τη μακροβιότερη ιταλική διακυβέρνηση μετά τον Μουσολίνι, από το 1994 έως το 2011, παρά τα  σύντομα διαλλείματα από αδύναμες  κυβερνήσεις κεντροαριστεράς.  Δηλαδή, και στις δυο περιπτώσεις,  ετερογονία σκοπών και αποτελεσμάτων.

Οι αναλογίες όμως χρησιμεύουν περισσότερο για να αντιλαμβανόμαστε  τις  διαφορές παρά τις ομοιότητες.   Το 1958 ήταν   εποχή Ψυχρού Πολέμου, μετεμφυλιακή, που απέκλειε οποιαδήποτε δυνατότητα αριστερής διακυβέρνησης. Από την άλλη ήταν μια εποχή οικονομικής ανόδου και γρήγορων ρυθμών ανάπτυξης. Η Ελλάδα επωφελούνταν από την μεταπολεμική χρυσή εποχή και η Αριστερά εξέφραζε το αίτημα να ανοίξει το πολιτικό σύστημα στην κοινωνία.  Στην Ιταλία πάλι, η δεκαετία του 90 είχε τα χαρακτηριστικά μιας διπλής κρίσης: η κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού το  1989  συμπαρέσυρε και το άλλοτε κραταιό ΚΚΙ,   την κουλτούρα, τους θεσμούς και το πλαίσιο που είχε δημιουργήσει   μεταπολεμικά, στην αυτοδιοίκηση και στα συνδικάτα. Ταυτόχρονα η Ιταλία επωφελούνταν από το φτηνό χρήμα, την επέκταση της πιστοδότησης και την έκρηξη του καταναλωτισμού. Ο Μπερλουσκόνι και το στυλ του,   «ταίριαζε» στους Ιταλούς περισσότερο από τον αδύναμο Ντ’Αλέμα και τον Πρόντι.

Το ερώτημα είναι, στην  Ελλάδα του 2012 μέσα σε μια κρίση που απειλεί τη χώρα με εκτροχιασμό και μετατροπή της σε μια «αποτυχημένη χώρα», μετά από εκλογές που τσάκισαν τη ραχοκοκαλιά του δικομματισμού,  υπάρχει πόλος της Κεντροδεξιάς ώστε να συγκροτηθεί, εξ αντιδιαστολής,  πόλος της Κεντροαριστεράς;  Ή μήπως η Κεντροαριστερά θα συγκροτηθεί ως εναλλακτικός πόλος στην Αριστερά του Σύρριζα, όπως το 1958; Αλλά φτάνουν οι δυνάμεις της για να κυβερνήσει χωρίς την Κεντροδεξιά; Πού θα διαφέρει το πρόγραμμά της; Έχει διαφορετικό πολιτικό πρόταγμα και κοινωνικό όραμα από τους νεοφιλελεύθερους ή τους εθνολαϊκιστές που συγκροτούν και αυτοί άτυπους διακομματικούς αστερισμούς; Το σχέδιο μιας Κεντροαριστεράς   είχε νόημα στη δεκαετία του ’90 όταν μπορούσαν ακόμη να γίνουν αλλαγές στη χώρα σε ευνοϊκό οικονομικό και κοινωνικό κλίμα, χωρίς να είναι αναγκαστικά δεσμευμένες στο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Δεν μπορεί να σταθεί τώρα. Αν πετύχει η αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου, όπως προεκλογικά είχαν υποσχεθεί  Πασόκ και Δημάρ (αλλά και ΝΔ), θα υπάρξει μια ενδεχομένως   ελπίδα πολιτικής και ιδεολογικής βάσης για το νέο εγχείρημα. Στο βαθμό όμως  που η  «αναδιαπραγμάτευση  του Μνημονίου» εξαερώνεται στην «πιστή  εφαρμογή  του», περιορίζεται ασφυκτικά η δυνατότητα συγκρότησης   Κεντροαριστεράς.


 Βεβαίως τα κόμματα επιβιώνουν της χρησιμότητάς τους, και με την έννοια αυτή και το Πασόκ μπορεί να επιβιώσει ως η ελληνική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, και η Δημάρ, ως χρήσιμο συμπλήρωμα για το σχηματισμό κυβέρνησης από κόμματα που βρίσκονται είτε δεξιά είτε αριστερά της.   Αλλά εκφράζουν τον κοινωνικό χώρο της κεντροαριστεράς; Δεν   πρέπει να   διαφύγει της προσοχής ότι η ανάδυση του Σύρριζα δεν καλύπτει απλώς το χώρο της παραδοσιακής Αριστεράς. Αποδείχτηκε ρεύμα πλειοψηφικό στο πιο παραγωγικό κομμάτι του πληθυσμού, στις ηλικίες 25 -55 στα αστικά κέντρα, στα μεσαία και ανώτερης εκπαίδευσης στρέμματα.  Έχει   μια μεγάλη δυναμική που του χαρίζει  αυτό το στρώμα των νεαρών μορφωμένων ανθρώπων που λόγω της κρίσης μένουν έξω από την παραγωγή. Τείνει επομένως να καταλάβει την κοινωνική βάση που θα απευθυνόταν μια εν δυνάμει  Κεντροαριστερά, και κυρίως τις νεώτερες ηλικίες.   Αν ο Σύρριζα καταλαβαίνει και εκτιμά σωστά την ίδια τη δυναμική του, αυτά τα   στρώματα θα έπρεπε να εκφράσει, με μια λογική ανασύνταξης της χώρας. Όχι βέβαια   τους κρατικούς  συνδικαλιστές που αναζητούν μεταγραφή και με τους οποίους αδίκως το ταυτίζουν. Χρειάζεται δηλαδή να πάρει τη σημαία των μεταρρυθμίσεων από τα αδύναμα χέρια των μεταρρυθμιστών, να τις νοηματοδοτήσει εκ νέου, να τις στρέψει στα πραγματικά προβλήματα της χώρας. Τώρα οι μεταρρυθμίσεις εκφράζουν μια χρηματοπιστωτική ορθοδοξία που επιβάλλεται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις χώρες ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων αδυναμιών της καθεμιάς. Χρειάζεται δηλαδή να διαρρήξει την πυκνή ομίχλη της ιδεολογικής συναίνεσης  και να καταλάβει το χώρο μιας ηγεμονικής δύναμης που καθορίζει την ατζέντα της συζήτησης για την πορεία της χώρας.

Το μείζον και επείγον ζήτημα είναι ποιος μπορεί να τραβήξει χειρόφρενο στον κατήφορο της χώρας προς την καταστροφή. Ποιος μπορεί να ανατρέψει την πορεία μέσα σε μια δυσμενή διεθνώς κατάσταση. Στην περίπτωση αυτή το παράδειγμα της ιταλικής Ελιάς μάλλον προσφέρεται προς αποφυγήν, παρά προς μίμηση. Δεν χρειάζεται η χώρα συνασπισμούς από κυρίους της μετακλιμακτηρίου που καμώνονται τους παράγοντες του δημόσιου βίου. Χρειάζεται ρωμαλέους πολιτικούς οργανισμούς που συνομιλούν με την κοινωνία, στους οποίους ρέει ακόμα το αίμα της γονιμότητας. Εδώ που έχουμε φτάσει, βρισκόμαστε στο παράδοξο, η αποτυχία της χώρας να μπορεί να εμποδιστεί όχι από την επιτυχία της συμπολίτευσης, αλλά από την επιτυχία της αντιπολίτευσης, γιατί η πύκνωση του χρόνου είναι τόσο μεγάλη, και  τα πράγματα παίρνουν τόσο γρήγορες στροφές, αδιανόητες ως πριν από λίγο, ώστε εκείνο που χρειάζεται να   εξασφαλιστεί είναι η επιτυχία του  επόμενου   βήματος, γιατί πιθανόν το μεθεπόμενο να είναι καταστροφικό.