Όπως μπερδέυονται οι εποχές


του Δημοσθένη Παπαδάτου - Αναγνωστόπουλου (RedNotebook)


Ανατρέχοντας στα καλοκαίρια του συνειδητού εαυτού του, ανακαλύπτει κανείς πόσο μάταια είναι η αναζήτηση μιας “καθαρής” εποχής, οριοθετημένης επαρκώς από την ψύχρα, το θόρυβο και την κοινοτοπία αυτών που προηγήθηκαν. Τα εργαστήρια της οδύνης, βλέπετε, δουλεύουν όλο το χρόνο με ευσυνειδησία και στοχοπροσήλωση σαδιστή, και φέτος το καλοκαίρι θα δουλέψουν υπερωρίες, μήπως και καλυφθεί ο χαμένος χρόνος από τις εξεγέρσεις που πληθαίνουν ανησυχητικά.

Ιούλιος μήνας, κι από την Ισπανία φτάνουν εικόνες ματωμένων ανθρακωρύχων, προς αγανάκτηση, μάλλον, του εκεί υπουργού Τουρισμού· την ίδια στιγμή, στη Συρία προσπαθούν να σταματήσουν διαδηλώνοντας μια ακόμα σφαγή, σαρκάζοντας ταυτόχρονα την απάθεια –χειμώνα-καλοκαίρι– της “διεθνούς κοινότητας”. Όσο για την Αθήνα, καθώς ευαισθητοποιημένοι και μακάριοι παραθεριστές αποχωρούν, αυτοί που τον υπόλοιπο χρόνο στριμώχνονται μεταξύ Σολωμού, Μενάνδρου και Γ΄Σεπτεμβρίου, θα έχουν λίγη περισσότερη άπλα – όση τουλάχιστον τους επιτρέψουν οι αμείλικτοι κυνηγοί ανθρώπινων ναυαγίων, ένστολοι και μη.  Οι άλλοι, αυτοί που έτσι κι αλλιώς μένουν κλεισμένοι σπίτι ή βγαίνουν μόνο για τα βασικά, θα παραμείνουν αόρατοι και το καλοκαίρι.

Λέγαμε ότι η εποχή δεν έχει ακόμα το τραγούδι της. Nα όμως που ένα τανγκό και πάλι, μισό στα ελληνικά και μισό στα ισπανικά αυτή τη φορά, έγινε ήδη το σάουντρακ όσων θα μείνουν στην Αθήνα – κι αυτό, βεβαίως, αναλαμβάνοντας τα ρίσκα του· να διασκευαστεί, για παράδειγμα, εν αγνοία του με λίγο παραπάνω μπιτ, μήπως χωρέσει ίσοις όροις στις πλέιλιστ των παραλιακών ξενυχτάδικων, μαζί με είδη σκυλοτροφής. 
***

Κατά μία έννοια, το καλοκαίρι είναι η εποχή των άκρων. Έχει κι αυτό, όπως κι οι παραθεριστές, την ιστορία του. Και κάπως έτσι, για κάποιους δοκιμάζει, σαν τις μεγάλες γιορτές, τις αντοχές και τα όριά τους, ενώ για άλλους γίνεται απαντοχή και αφετηρία ανασύνταξης. Γι΄ άλλους, αλλού, είναι ο τόπος της αγωνίας για τον άνεργο Σεπτέμβρη και ο θρίαμβος της μοναξιάς – ένα πεδίο μάχης για τους καθημερινούς ήρωες του “κάτι θα γίνει, θα δεις”· αλλού και άλλοτε πάλι, είναι ο χρόνος της επιβράβευσης των κόπων, ο θρίαμβος του μαζί, η καταξίωση της πιο ασήμαντης στιγμής και η σύναψη ενός συμβολαίου “για πάντα”, που ευτυχώς πρόλαβε να καταγραφεί σε μια φωτογραφία.
***

Θυμάμαι τα τελευταία καλοκαίρια σαν διάκενα. Από τη μια το αντίο στη θεία Σοφία, η αγωνία για το Σεπτέμβρη και για τους συντρόφους στο Λίβανο που ισοπεδωνόταν· από την άλλη, το “Ημερολόγιο ενός Διαφθορέα” κι οι βόλτες στην πλατεία της Αγίας Λεσβίας, στην Πάτμο, που λες και είχαν βγει μόλις από το “Σινεμά ο Παράδεισος”. Από τη μια η αντεπίθεση της βαθιάς Ελλάδας μετά το Δεκέμβρη, οι κουτοπόνηροι της “βιομηχανίας του τουρισμού” και η ταπείνωση των αφανών ηρώων της· από την άλλη το καφενείο στο λιμανάκι των Λειψών, που δεν το πιάνει το μάτι σου, αλλά από κάποια στιγμή και μετά, η ώρα παύει να έχει σημασία. Από το ένα μέρος, το άσπρο-μαύρο των μνημονιακών πορτ-παρόλ, που δεν καταλαβαίνουν από καλοκαίρι και ασχημονούν από κεκτημένη ταχύτητα· από το άλλο, τα βράδια στο Λιμάνι της κυρα-Κατίνας και τα πρωινά στο Μελτέμι, με τα πουγκιά και την αμφιθυμία: “για μπάνιο πρώτα ή για διάβασμα;”.

Περιέργως, λοιπόν, το καλοκαίρι δεν είναι από μόνο του αυτό που λέει η λέξη – ευτυχία. Αν κάτι το επιβεβαιώνει και το κάνει αντάξιο της προσδοκίας μας και του ονόματός του, είναι η θέληση κάθε εποχής, και ειδικά της άνοιξης, για ζωή· η θέληση που αγωνίζεται, “παρά τα όσα”, να βρει λίγο πολύτιμο χώρο στα διάκενα: μακριά από το θόρυβο της κοινοτοπίας και τη μετριότητα της κάθε μέρας, διακρίνοντας καλύτερα το σχετικό από το απόλυτο και αποκαθιστώντας τις διαδρομές της συγκίνησης. Βγάζοντας από τα ράφια αυτά που τόσο καιρό θέλουν να διαβαστούν, διασώζοντας χρώματα και βλέμματα, και χαμηλώνοντας τόνους και ρυθμούς, μήπως και συνεννοηθούμε καλύτερα.