Στη Ρώμη με αγάπη

του Μιχάλη Ταστσόγλου

Τέσσερις ιστορίες παράλληλες μας ταξιδεύουν στην πόλη με το σήμα της Λύκαινας. Η ταινία του Γούντι Άλεν υποβάλλει, ταξιδεύει και πειράζει. Ο θεατής γίνεται μικρός, γίνεται πάσχων, γίνεται πλησίον, γίνεται Θεός.

Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει. Και γελάει πολύ. Γιατί ο άνθρωπος θέλει να ξεφύγει από την καθημερινότητά του για να ζήσει μία άλλη βαρετή καθημερινότητα. Τέσσερις καθημερινοί άνθρωποι, ένας φοιτητής, ένας υπάλληλος, ένας νεκροθάφτης κι ένας μικροεπιχειρηματίας ζουν το μύθο τους στη Ρώμη, ένα μύθο που διαρκεί για λίγο, αλλά παρολαυτά τους παίρνει από το χέρι, τους ξεναγεί στ' αλλιώτικο, τους ανεβάζει, τους τρομάζει και τους επαναφέρει στη θέληση του πρότερου. Πολλοί άνθρωποι έχουν υψοφοβία.

Μέσω του πανούργου σκηνοθέτη Άλεν, ο θεατής γίνεται Θεός, Θεός που γελάει βλέποντας το πόσο μικροί είναι οι άνθρωποι. Ζουν σε μία ματαιότητα, ψάχνουν την αλλαγή, αλλά βολεύονται στο κάθε μέρα όταν κατανοούν πόσο εύκολα υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους. Κι αυτή είναι η δύναμη του έρωτα. Σε κάνει να νομίζεις πως είσαι κάποιος. Οι πιο πολλοί ήρωες (όχι μόνο οι τέσσερις βασικοί) γνωρίζουν τη μαγεία του έρωτα καθώς ξεναγούνται στη Ρώμη: άλλος με τη δουλειά του, άλλος με το τραγούδι, άλλος με μία πόρνη, άλλος με τον εαυτό του. Και ο θεατής τους βλέπει μικρούς με πάθη, όμοιούς του.

Τριγύρω συμβαίνουν πράγματα, μα ο καθένας βλέπει και ακούει μόνο εκείνο που θέλει να δει και να ακούσει. Για άλλον είναι φαντασίωση, για άλλον είναι μία οφειλή της μοίρας. Και ο Γούντι Άλεν πιστός στο ραντεβού του με το όνειρο, δίνει τη δικαίωση στον επιμένοντα.

Όμως, ο Σίσυφος είναι καταδικασμένος να επιστρέφει στους πρόποδες. Οι άνθρωποι τσουλάνε κι επιστρέφουν στο σημείο εκκίνησης κι όλα είναι όπως παλιά. Κι ας αλλάζει λίγο η τιμιότητα απέναντι στον καθρέφτη: οι τρωτοί μας ήρωες ενδίδουν στο γνώριμο πειρασμό που υφαίνει ο σκηνοθέτης σε όλες του τις ταινίες. Και όλα αυτά για μια εφήμερη χαρά. 

Βασισμένος στο Δεκαήμερον του Βοκάκιου, ο Άλεν ανοίγει μία παρένθεση στη ζωή των ηρώων. Μία ερωτική περιπέτεια που τους αλλοτριώνει μεν, αλλά ταυτόχρονα τους πονάει δείχνοντάς τους πόσο αδύναμοι είναι. Η ταινία είναι αρμονικά νευρωτική όπως ο δημιουργός της. Η ατμόσφαιρα νοσταλγική και χαρούμενη μέσα από την ιταλική μουσική υπόκρουση που υποβάλλει. Οι δε Ιταλοί ηθοποιοί δίνουν τη Ρώμη στο πιάτο ξεχωρίζοντας από τους αντίστοιχους του Χόλυγουντ.

Ο άνθρωπος είναι άπλειστος. Κι όπως λέει και το τραγούδι: "τα είχα όλα μια φορά κ' ήθελα παραπάνω..."