#FreeGeronPastitsios


του Μιχάλη Αποστολίδη

Σε μία εθιμοτυπική επίσκεψη στο γραφείο του, ο διοικητής με είχε ρωτήσει αν περνάω καλά. Αν εξαιρέσεις ότι είχα να βγω 10 μέρες, δεν είχα παράπονο. Του εξέθεσα το πρόβλημα ευγενικά. Δεν πειράζει, μου είπε, πάρε ένα βιβλιαράκι του Γέροντα Παΐσιου, θα σε βοηθήσει. Πάρε και για τους δικούς σου. Έπιασα 5-6 αφού επέμενε. Κι η αλήθεια είναι πώς ήταν θαυματουργό. Διασκέδασα αφάνταστα, συμπάθησα πολύ τον Γέροντα, που όντως φαινόταν γλυκός και άγιος άνθρωπος, και ξεκαρδίστηκα με τις ιστορίες θρησκευτικής τρέλας που περιέγραφε. Συνεννοούνταν απότι θυμάμαι με ετερόγλωσσους (κάτι σαν την Ντένη με την Μαρούσκα), εξαφάνιζε όγκους για την πλάκα του, μια φορά που λαχταρούσε ψάρι είχε εμφανιστεί ένας αετός ντελιβεράς και του το άφησε ενώ μια άλλη έκοψε τα ναρκωτικά από ένα νεαρό προσφέροντάς του απλώς φουντούκια. Εγώ και με ένα εξοδόχαρτο θα ήμουν ευχαριστημένος, σκέφτηκα.
Από τότε, δεν ασχολήθηκα ξανά με τον Γέροντα. Πώς θα μπορούσα να μιλήσω άσχημα για εκείνον αφού είχε βοηθήσει και μένα να περάσω ευχάριστα την ώρα μου; Θεωρούσα επίσης πως αν είχε όντως τόσα χαρίσματα, θα αρρώσταινε με τη λατρεία, την υπερβολή και την εκμετάλλευσή του και πως θα συμφωνούσε με όσους επιμένουν ότι το έργο του Θεού εδώ στη γη είναι υπόθεση όλων των ανθρώπων. Νομικός δεν είμαι. Καταλαβαίνω ωστόσο ότι μάλλον (δεν) δικαιολογείται η άρση του απορρήτου και η σύλληψη του 27χρονου που διαχειριζόταν τη σελίδα του Γέροντα Παστίτσιου. Ο Σαραντάκος το πάει παραπέρα: «Η επίμαχη σελίδα δεν έκανε επίθεση στην ορθόδοξη εκκλησία, απλώς σατίριζε, με οξύ ασφαλώς τρόπο, την εκμετάλλευση του Γέροντα Παϊσίου από ακροδεξιά και περιθωριακά έντυπα και ιστολόγια (π.χ. εδώ) με αναγγελίες θαυμάτων που τάχα έκανε μετά θάνατον ο Γέροντας ή προβάλλοντας διάφορες προφητείες του -για παράδειγμα, κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο Παΐσιος (που πέθανε το 1994) είχε προβλέψει -και μάλιστα επακριβώς- τη σημερινή οικονομική κρίση. Όταν πούμε ότι κάτι τέτοιοι είναι απατεώνες δεν καθυβρίζουμε ούτε τον Παΐσιο, ούτε τη θρησκεία -μόνο τους παϊσιοκάπηλους». Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα μπροστά στα παραφουσκωμένα μπράτσα της Χ.Α που θέλουν να ταυτιστούν στη συνείδηση του χριστεπώνυμου πλήθους με το Χ.Ο των ταυτοτήτων. Με τον παγανισμό δύσκολα θα βγουν ψηφαλάκια.
Όταν ο Γκέμπελς προώθησε ένα διάταγμα που απαγόρευε την καταστροφική κριτική, ο Ρόμπερτ Μούζιλ έγραψε:«Από τη στιγμή που απαγορεύεται η κριτική, θα πρέπει να εντρυφήσω στην αυτοκριτική. Τη συγκεκριμένη δεν πρόκειται να την απαγορεύσει κανείς γιατί είναι άγνωστη στη Γερμανία». Οι σύγχρονοι Γκεμπελίσκοι επιθυμούν να εκμεταλλευτούν το ζόφο και να τον πολλαπλασιάσουν. Θέλουν να τους εκλέξουμε για να μην μπορεί κανείς μας να μιλάει. «Κάποιος στην Αθήνα του 5ου αιώνα μπορούσε να επινοήσει ιδέες και να τις παρουσιάσει στο Δήμο χωρίς να βρεθεί νεκρός ή να καεί ζωντανός. Μπορούσε ακόμη και να επιβραβευθεί γι’αυτό» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Καστοριάδης, εξηγώντας το θαύμα για το οποίο φουσκώνουν από αναβολικά και υπερηφάνεια οι φαρισαίοι τραμπούκοι. Η Ελλάδα που ονειρεύονται ωστόσο είναι αυτή που θα στειρώνει άτομα με ειδικές ανάγκες.
Για να επανέλθουμε στο θέμα, η εκ των προτέρων μη επιβολή περιορισμών στην ελευθερία της έκφρασης ήταν ανέκαθεν μία γενναιόδωρη παραχώρηση της εκάστοτε εξουσίας. Αν με ρωτούσαν όμως, θα έλεγα πως η μόνη ευθύνη που είχε ανέκαθεν αυτός που γράφει βρίσκεται πριν δημοσιεύσει τις σκέψεις του. Εφόσον κάνει ό,τι είχε να κάνει μέσα του, η μπάλα περνάει στο γήπεδο του αναγνώστη. Δε θα έπρεπε να αφορά το νόμο ούτε όταν κάποιος υβρίζει ή συκοφαντεί. Καθήκον του αναγνώστη είναι να κρίνει. Θα μου πείτε μπορεί κάποιος να μου πει ότι γαμιέται η μάνα μου. Και λοιπόν; Η μήνυσή μου θα είναι το γέλιο μου. Όπως χθες που άφησα ένα σχόλιο στο Protagon και δε δημοσιεύτηκε ποτέ. Επειδή ξεσκέπαζε την επιλογή του επώνυμου συντάκτη να μας διχάσει μία μέρα πριν την απεργία, με αυτό το αλαζονικό:«Εγώ καλά περνάω» που δεν υπάρχει πουθενά κι όμως είναι παντού, πίσω από κάθε πρόταση.
Όποιος χρησιμοποιεί τις λέξεις, μαθαίνει να μην τις πιστεύει, να εντοπίζει ευκολότερα τους ανέντιμους, όλους όσοι δε θέλουν να εκφράσουν κάτι βαθύτερο αλλά να χαϊδέψουν απλώς τα συμφέροντα που τους συντηρούν. Αυτός που διαβάζει μαλώνοντας με τις σελίδες, γρήγορα γιατρεύεται από την ανάγκη να είναι κάποιος. Μαθαίνει να συλλαβίζει όλα τα ίσως και τα ενδεχομένως. Αντιλαμβάνεται πως ό,τι δεν συμπεριλαμβάνει την αμφιβολία, είναι κιόλας νεκρό. «Είμαι ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια» δήλωνε ο Κοκτώ, κάτι αδιανόητο για όσους το ελληνικό κράτος της Μεταπολίτευσης άφησε εντέχνως αμόρφωτους. Δεν είναι επικίνδυνη επομένως η απόλυτη ελευθερία της έκφρασης. Επικίνδυνη είναι η δίωξή της και ο φανατισμός. Άνθρωποι όπως όλοι μας, περαστικοί από τη γη, να νομίζουν ότι μπορούν να λογοκρίνουν, να φιμώνουν και να δολοφονούν ό,τι δεν τους αρέσει.
Οι εξετάσεις που έρχονται είναι οι πιο σημαντικές. Ξεχάσαμε τους διπλανούς μας τόσα χρόνια αλλά τώρα θα τους βρούμε μαζί μας στις πορείες. Οι δικοί μου άνθρωποι είναι όσοι θα αποδείξουν την έγνοια τους για τον άνθρωπο. Όσοι πάρουν την άδεια όλου του κόσμου κι ύστερα μιλήσουν. Όσοι μας προτείνουν μία κατάληψη στο φεγγάρι και όχι στην κόλαση του Δάντη. Όσοι, ακόμα κι αν δεν το πιστεύουν ότι μπορεί να λειτουργήσει, θα αναδείξουν το εμείς. Η ανάγκη της ουτοπίας σήμερα είναι μεγαλύτερη από ποτέ. «Γεννηθήκαμε για να χάνουμε, όχι για να παζαρεύουμε» όπως το είχε θέσει ο Paco Ignacio Taibo II.
Τίποτα δεν είναι ιερό. Όλα μπορούν να λεχθούν και αλίμονο αν ήταν διαφορετικά. Ο καθένας μας ωστόσο νιώθει τόση μοναξιά που είναι ικανός να ισχυριστεί ακόμα κι ότι έχει δίκιο. Να πάρει ένα μαχαίρι και να απαιτήσει να του αναγνωριστεί. Ο τρόπος που του προτείνουν όσοι ενοχλήθηκαν από ένα παστίτσιο για να ανοίξει το μυαλό του, είναι να του κοπανούν οι ίδιοι το κεφάλι στον τοίχο. Οι φασίστες, ανήμπορα πλάσματα που χτυπούν επειδή δεν τους έχει βαρέσει στη μούρη καθαρός αέρας, δεν καταλαβαίνουν την κωμική πλευρά της ζωής και έχουν βαλθεί να την κάνουν ακόμα πιο αστεία. Όταν θα μας καίνε στο όνομα του Θεού και της αγάπης, ένα νευρικό γέλιο θα μας σώσει. Εξάλλου ποτέ δεν ξέρεις πότε θα επιλέξει να κάνει το επόμενο θαύμα του ο Γέροντας Παστίτσιος.
Υ.Γ. Μόνο από το μυαλό λίγων περνάει ότι ένας κόσμος που δεν ικανοποιεί κανένα, είναι ο ιδανικός. Υπάρχει και ο Καντ κι ο Σαντ. «Η πίστη είναι ένα παραλήρημα που δεν μπορώ να πάθω» μας λέει ο Σιοράν. Οι άνθρωποι, λοιπόν, έχουν δικαίωμα να επιλέγουν. Το κορμί τους, απροστάτευτο κι αθώο μες στη γύμνια του, μπορεί να μεταμορφωθεί μέσα σε μια νύχτα στην πιο δολοφονική μηχανή μίσους. Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει. Πάντα ωστόσο όταν γυρίζω από το βιβλιοπωλείο, περπατώντας στην παραλία, είμαι έτοιμος για μια έφοδο στον ουρανό.