Στο ρινγκ



του Μιχάλη Αποστολίδη

Στη ζούγκλα της Κινσάσα, τον Οκτώβρη του 1974, πραγματοποιήθηκε ο πιο γνωστός αγώνας στην ιστορία του μποξ. Ο μύθος του μεγαλύτερου αθλητή του 20ου αιώνα φτιάχτηκε εκεί. Στον πέμπτο γύρο που έχει περιγράψει γλαφυρά μεταξύ άλλων και ο Νόρμαν Μέιλερ στο “When we were Kings” του Leon Gast, ο “I am the greatest” Μοχάμεντ Άλι έτρωγε το ξύλο της χρονιάς του. Ασκώντας την αυτοκριτική του στα σχοινιά, έπαιζε το σαγόνι του κορώνα-γράμματα. Στα 32 του και μετά τον αποκλεισμό του από τα ρινγκ εξαιτίας της άρνησης του να πάει στο Βιετνάμ (κανένας Βιετκόνγκ δεν τον είχε αποκαλέσει αράπη), είχε μια τελευταία ευκαιρία να πάρει πίσω τον τίτλο που του είχαν κλέψει. Σε ενάμιση λεπτό αναπάντητου γρονθοκοπήματος όλα μπορούσαν να συμβούν καθώς ο φοβερός και τρομερός Φόρμαν, που είχε προλάβει να ισοπεδώσει τον Φρέιζερ και τον Νόρτον, πυγμάχους με τους οποίους πάντα είχε προβλήματα ο Άλι, τον ξυλοφόρτωνε δυνατά μεν, αδέξια δε. Από δεξί σε αριστερό, από λιτότητα σε ύφεση, από μνημόνιο σε αναδιάρθρωση, κι όμως. Σαν εκείνο τον ήρωα του Μπρεχτ που τάιζε το δικτάτορά του εφτά ολόκληρα χρόνια ώσπου τον πέθανε από το πολύ φαί, ο Άλι συνήλθε αναπάντεχα προς το τέλος των τριών λεπτών, αλλάζοντας τα δεδομένα της μάχης οριστικά υπέρ του, αναγκάζοντας τον ανίκητο μέχρι τότε αντίπαλό του να οπισθοχωρήσει.
Ο Big George δε θα έπεφτε στο τέλος του πέμπτου γύρου αλλά αργότερα: Ένας ακόμη λόγος που μ’αρέσει αφάνταστα αυτή η στιγμή. Κι εκείνη η λαβή λίγο πριν το καμπανάκι, η κραυγή, το «είμαι ακόμα εδώ ρε». 30 δευτερόλεπτα περίπου πριν το τέλος κάθε γύρου, ο Άντζελο Νταντί, ο προπονητής του Άλι που πέθανε φέτος στα 90 του χρόνια, τού φώναζε από τη γωνία να ρίχνει μερικές μήπως κέρδιζε τις εντυπώσεις και τον αγώνα στα σημεία. Δε χρειάστηκε. Στον όγδοο ο Φόρμαν ξάπλωνε στο καναβάτσο. Ο Άλι την ώρα που τις έτρωγε, παραπονιόταν μάλιστα στον άνθρωπο που είχε ίσως τις δυνατότερες γροθιές στην ιστορία του μποξ, σύμφωνα με τους ειδικούς, πως δεν τον χτυπούσε αρκετά δυνατά, πως ήταν πολύ αργός. Ενώ εκείνος κινούνταν σαν την πεταλούδα και τσιμπούσε σαν τη σφίγγα.
Κάθε φορά που βλέπω το “Rumble in the Jungle”, σκέφτομαι τον αγώνα που έχουμε να δώσουμε όσοι αγαπάμε τον τόπο μας. Ο Άλι ήταν απλώς ένα μεγάλος πυγμάχος που έκρινε πως μένοντας στα υπερβολικά χαλαρωμένα σχοινιά, εκμεταλλευόμενος όλο το χώρο, θα απέφευγε τις γροθιές και θα κούραζε τον Φόρμαν. Το ρίσκο του ήταν μες στο σχέδιο. Και δεν έκανε λάθος. Το παράδειγμά του δε μας διδάσκει απαραίτητα να αρχίσουμε τους όποιους αντιπάλους μας στις γρήγορες. Εξάλλου ο Τόμσεν βρήκε την είσοδο για το γυμναστήριο. Το αντίθετο θα έλεγα. Ο τρόπος που αγωνίστηκε μας λέει να σταθούμε έξυπνοι. Να περιμένουμε όσο πρέπει. Να αντεπιτεθούμε κρατώντας δυνάμεις. Να μην πολεμήσουμε στα ίσα. Να βρούμε άλλους τρόπους κι άλλους δρόμους. Στρατηγικό ελιγμό θα το έλεγαν οι στρατιωτικοί, δε φτάνει μόνο η ομορφιά, θέλει και λίγη πουτανιά το λαϊκό άσμα.
Σε μία διάλεξή του στο Χάρβαρντ κάποτε, ο Μοχάμεντ δε δίστασε, ύστερα από παρότρυνση ενός σπουδαστή, να σιγοψιθυρίσει το συντομότερο ποίημα όλων των εποχών: “Me, We”. «Εγώ. Εμείς». Πώς να εννοούσε άραγε το εμείς το υπερτροφικό εγώ του; Εμάς πάντως, αν μας αντέξει το σχοινί θα φανεί στο πραξικόπημα. Εμείς είμαστε όλοι κι όλοι οι εχθροί μας. Μην απελπίζεστε. Υπάρχει χρόνος γι’ αυτό. Σε ποιον γύρο είμαστε, θυμάται κανείς;