Lawless



του Μιχάλη Ταστσόγλου

Μία οικογένεια στη σκιά των Κορλεόνε, ανερχόμενοι ηθοποιοί στη σκιά των μεγάλων κι ένας σκηνοθέτης στη σκιά του Σκορσέζε. Βασισμένο σε αληθινή ιστορία, το Lawless θα ξεχαστεί σύντομα, ίσως λόγω της μεγαλοπρέπειάς του.

Το μεγαλοπρεπές, το πομπώδες σε κάνει να φοβάσαι να το προσεγγίσεις. Κάτι τέτοιο σου αφήνει και η ταινία του Χίλκοτ, όταν μέσα σε τόσες ωραίες σκηνές χάνεται το δάσος. 

Ταινία από τις πιο πολυαναμενόμενες, με κάστιν υψηλού επιπέδου και μία αληθινή ιστορία που άξιζε να οπτικοποιηθεί. Ο Χίλκοτ, ως όφειλε, παρουσίασε κάτι ανάμεσα σε γουέστερν και γκάνγκστερ προσπαθώντας να φωτίσει περισσότερο την ψυχολογική πλευρά των δρώντων προσώπων αν και οι κάλυκες που ανασύρθηκαν από το έδαφος ήταν ουκ ολίγοι.

Και, όπως ήταν αναμενόμενο, οι κακοί έγιναν καλοί στο μάτι του θεατή. Τρία αδέρφια λαθροπωλών (ένεκα ποτοαπαγόρευσης) έχουν φτιάξει τη δική τους «όαση» παράγοντας ουίσκι σε μία επαρχία στο Ιλινόις, κάτω από το άγριο βλέμμα των μεγαλοεγκληματιών του Σικάγο και το ήπιο βλέμμα των διεφθαρμένων αστυνομικών. Και σε όλη την ταινία περιμένεις να δεις ποιος αδερφός θα πεθάνει πρώτος, ιδίως από τη στιγμή που καταφθάνει ο νέος εισαγγελέας του Σικάγο στην περιοχή. Η διαφθορά των ΗΠΑ του μεσοπολέμου, πάντως, θυμίζει τη σημερινή Ελλάδα. 

Η σκηνοθεσία είχε και δυνατά, είχε και αδύνατα σημεία. Από τη μία η πληθώρα των χαρακτήρων και η διαπάλη καλού / κακού. Οι κακοί (αφοί Μπόντουραντ) είναι απλοί αιμοσταγείς κακοποιοί που ερωτεύονται κι έχουν θράσος, οι καλοί είναι αντιπαθέστατοι που προκαλούν αηδία. Έτσι οι κακοί γίνονται ήρωες και οι καλοί γίνονται κάκιστοι. 

Στην ταινία έμμετρα βρίσκουμε και το ερωτικό στοιχείο. Ο μεγάλος κι ο μικρός αδερφός ερωτεύονται δύο γυναίκες πιο έξυπνες από εκείνους και ο σκηνοθέτης δε μας βομβαρδίζει με το συναισθηματικό κομμάτι. Το κρατάει επίκαιρο κι εντός θέματος, αλλά το αφήνει έξω από τον πυρήνα του έργου. Βέβαια, αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ερωτική ιστορία του μεγάλου αδερφού να προταχθεί λόγω της υποκριτικής ανωτερότητας της Τ. Τσαστέην (Μάγκυ Μπώφορντ) έναντι της Μ. Βασικόφσκα (Μπέρτα Μίνιξ).

Από την άλλη, οι σκηνές ήταν τόσο έντονες και τόσο έντεχνες που το δάσος χανόταν από το οπτικό σου πεδίο. Παράλληλα, η υπερβολή του θρύλου, Φόρεστ Μπόντουραντ, που δεν πέθαινε ποτέ, προκαλούσε ένα «ως εδώ και μη παρέκει» στον θεατή, αλλά συγχωρείται γιατί υπάρχει και μία αληθινή ιστορία από πίσω. Το τέλος ήταν αναμενόμενο και συμβατικό, ενώ οι ηθοποιοί δεν αξιοποιήθηκαν στο μέγιστο.

Ο Σία Λαμπέφ έχει έναν ρόλο (Τζακ Μπόντουραντ) απλό και καταφέρνει να τον ανεβάσει αν και οι καταστροφικές τάσεις και η αβάσιμη φιλοδοξία του χαρακτήρα που υποκρίνεται τον κάνει κάπως ανεπιθύμητο στα μάτια του θεατή. Το πρόσημο πάντως είναι θετικό για τον ηθοποιό που προωθείται αρκετά.

Ο Τομ Χάρντι (Φόρεστ Μπόντουραντ) , ο ηθοποιός που θεωρώ ότι έχει τη μεγαλύτερη άνωση αυτή τη στιγμή, δεν αξιοποιείται κατάλληλα. Παίζει ακριβώς όπως και στο Γουώριορ (2011), βάζοντας και λίγη από την ηρεμία του κατασκόπου που είχε στο Ο κλήρος έπεσε στο Σμάιλυ, όπου συνυπήρξε ξανά (όπως και στο φετινό Μπάτμαν) με τον Γκάρυ Όλντμαν.

Ο Όλντμαν παίρνει έναν μικρό ρόλο (Φλόιντ Μπάνερ) και δε φαίνεται καθόλου. Στην ουσία απλά προσθέτει δόξα - και χρήμα μάλλον - στην καριέρα του, παίζοντας σε 4-5 σκηνές όλες κι όλες.

Ο Γκάι Πιρς (Τσάρλι Ρέηξ) κάνει τον «κακό». Είναι ο αδιάφθορος εντεταλμένος του νέου εισαγγελέα. Με τη βοήθεια ενός μακιγιάζ νεκρού και μιας κόμμωσης βγαλμένης από ταινία του Κιούμπρικ, βάζει υποψηφιότητα για αγαλματάκι β’ ανδρικού. Ξεχωρίζει με τις κινήσεις του, χωρίς καν μάλιστα να έχει το ρόλο που θα του εγγυάτο μία κάποια διαφορετικότητα. 

Η Τζέσικα Τσαστέην ήταν και πάλι εντυπωσιακή ως Μάγκι Μπώφορντ. Ωστόσο υποκριτικά δε στάθηκε στο ύψος των προηγούμενών της εμφανίσεων (Χρέος, Υπηρέτριες, Το δέντρο της ζωής). Ενώ τραβούσε τα βλέμματα πάνω της, στην πιο σημαντική στιγμή του έργου ξεκινάει άτσαλα. Δε δίστασε να  - ξανά - κάνει γυμνό και πολύ αδύνατο σώμα της έβγαλε μία σεξουαλικότητα σεμνή και βίαια συνάμα.

Η ταινία θύμιζε Σκορσέζε της δεκαετίας του ’90. Γενικά περιμένουμε την ανάκαμψη των ταινιών τύπου Casino, τύπου Goodfellas. Η φτώχεια και η όλη κατάσταση που θυμίζει έντονα μεσοπόλεμο θα βοηθήσει να γίνουν πιο αποδεκτές τέτοιες ταινίες με απατεώνες που θησαυρίζουν δια των όπλων.