Η ώρα της αυτοδυναμίας για το ΣΥΡΙΖΑ
Του Γιάννη Αλμπάνη
«Πρώτη πράξη της κυβέρνησης της Αριστεράς, αμέσως μόλις συγκροτηθεί η νέα Βουλή, θα είναι η ακύρωση του Μνημονίου και των εφαρμοστικών νόμων του.»
Με αυτή τη σαφή φράση στην αρχή κιόλας της παρουσίασης του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας δεν έδωσε μόνο τέλος στην αμφιταλάντευση του κόμματός του, αλλά σκιαγράφησε το πλαίσιο στο οποίο θα εκτυλιχτεί η πολιτική συγκυρία μετά τις 17 Ιουνίου, αν προκύψει βέβαια κυβέρνηση της Αριστεράς. Πιθανόν, ο κατηγορηματικός τρόπος με τον οποίο έθεσε ο Τσίπρας το ζήτημα της κατάργησης του Μνημονίου, να αποτελέσει το σημείο καμπής, που θα κρίνει την έκβαση των εκλογών. Ωστόσο, η στοιχειώδης πολιτική σωφροσύνη επιτάσσει να μην κάνει κανείς προβλέψεις (τα αντίθετο μάλλον…) παραμονές εκλογών.
Η αμφιταλάντευση του ΣΥΡΙΖΑ
Ακόμα και οι πιο φανατικοί οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα θα μπορούσαν να αρνηθούν ότι το κόμμα τους εμφάνισε μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου συμπτώματα διγλωσσίας και αμηχανίας. Το αναπάντεχα θετικό αποτέλεσμα της 6ης Μαΐου έφερε τα στελέχη της Αριστεράς αντιμέτωπα με τον… κίνδυνο να εφαρμοστούν όσα για χρόνια επαγγέλλονταν. Για πρώτη φορά από το 1944, η Αριστερά καλείται να αναμετρηθεί με την εφαρμογή του πολιτικού προγράμματός της –το ’89 ο ενιαίος ΣΥΝ στην πραγματικότητα εφάρμοσε το πρόγραμμα της ΝΔ. Απέναντι λοιπόν σε αυτό που ο Μπαντιού θα ονόμαζε αδύνατο που γίνεται δυνατό (ένα πραγματικό Συμβάν), άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αντέδρασαν επιμένοντας στις προεκλογικές εξαγγελίες του κόμματος (οι οποίες σε μεγάλο βαθμό αντιστοιχούν στα αιτήματα του λαϊκού κινήματος) και άλλα επιχείρησαν να τις τροποποιήσουν επί το μετριοπαθέστερο. Τοποθετήσεις όπως «η πολιτική καταγγελία του Μνημονίου» όχι μόνο διαφοροποιούνται σαφώς από τις συμφωνημένες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ακούγονται συμβατές με το σχέδιο της επαναδιαπραγμάτευσης, που προτάσσουν σήμερα οι μέχρι πρότινος διαπρύσιοι θιασώτες της κατά γράμμα εφαρμογής του Μνημονίου. Αυτή η τάση τροποποίησης των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ δεν απορρέει μόνο από ιδεολογικές τοποθετήσεις ή από μια ορισμένη τεχνοκρατική οικονομολογική θεώρηση. Σχετίζεται, ας μην το ξεχνάμε, και με τις τεράστιες δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει όποια κυβέρνηση επιχειρήσει να καταργήσει το Μνημόνιο: σκληρή αντίθεση των Ευρωπαίων, υπονόμευση από το εγχώριο τραπεζομιντιακό σύμπλεγμα, πλήρης διάλυση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Ασχέτως πάντως με τα «πώς» και «γιατί», δημιουργήθηκε μια εικόνα σύγχυσης και υπαναχώρησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Απέναντι στην πολυγλωσσία, η οποία μάλιστα άρχιζε να στοιχίζει και δημοσκοπικά, όλες οι τάσεις και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ συνέκλιναν στο ότι πρέπει να συμφωνηθεί ένα κοινό πλαίσιο, δεσμευτικό για όλους. Επιπλέον, ένα πλειοψηφικό ρεύμα μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ προέτασσε την πρωτοκαθεδρία της οικονομίας της πολιτικής σε βάρος μιας τεχνοκρατικά θεωρημένης πολιτικής οικονομίας. Αυτό ακριβώς το ρεύμα (που φαίνεται ότι διαπέρασε τον μέχρι τώρα γνωστό εσωκομματικό χάρτη) επέμεινε στην αναγκαιότητα να γίνει σαφής αναφορά στην κατάργηση του Μνημονίου και να δεσμευτεί ο ΣΥΡΙΖΑ για την ικανοποίηση των βασικών αιτημάτων του λαϊκού κινήματος. Νομίζω ότι είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση σε μια εκδήλωση του ηγετικού στελέχους του ΣΥΝ Αντρέα Καρίτζη: «Το βασικό είναι να στείλουμε καθαρό μήνυμα στα λαϊκά στρώματα ότι στεκόμαστε στο πλάι τους, ούτως ώστε να διαμορφωθεί μια πλατιά κοινωνική συμμαχία που θα δώσει στον ΣΥΡΙΖΑ τη νίκη στις εκλογές και θα αποτελέσει μετεκλογικά το βασικό στήριγμα της νέας αριστερής κυβέρνησης.»
Δεν έχω πληροφόρηση για το πώς τοποθετήθηκε ο ίδιος ο Τσίπρας πάνω στο ζήτημα. Ξέρω όμως ότι ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ επιμένει εδώ και καιρό σε δύο βασικούς άξονες. Πρώτον, η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και η ανάδειξη κυβέρνησης της Αριστεράς, δεν είναι προεκλογικά πυροτεχνήματα, αλλά ρεαλιστικό πολιτικό σχέδιο. Επομένως, το κόμμα δίνει τη μάχη για να νικήσει και δε ψάχνει προφάσεις για να χάσει αξιοπρεπώς. Δεύτερον, για να κερδηθούν οι εκλογές πρέπει να τεθεί το δημοψηφισματικό δίλημμα «ΣΥΡΙΖΑ ή Μνημόνιο». Για να τεθεί λοιπόν το δίλημμα, θα πρέπει να χωρίζει τεράστια απόσταση τις απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ από αυτές των μνημονιακών κομμάτων. Τελικά την 1η Ιούνη ο Τσίπρας έθεσε το δίλημμα «ΣΥΡΙΖΑ ή Μνημόνιο» και παρουσίασε προγραμματικές θέσεις σαφώς ασύμβατες με αυτές του μνημονιακού μπλοκ.
Ανάγκη για καθαρή εντολή
Αυτή ακριβώς η ασυμβατότητα των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ με εκείνες των μνημονικών δημιουργεί νέα δεδομένα για την εκλογική αναμέτρηση. Το στέλεχος της ΔΗΜΑΡ Σταμάτης Μαλέλης το διατύπωσε σε τηλεοπτική εκπομπή με τον πιο καθαρό τρόπο: Μετά από αυτές τις θέσεις που παρουσίασε ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΗΜΑΡ δεν μπορεί να συνεργαστεί μαζί του. Εν τέλει, μπορεί η ΔΗΜΑΡ να συρθεί σε συνεργασία με το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε γενικές γραμμές ο Μαλέλης έχει δίκιο. Η ντροπαλή αποδοχή του μνημονιακού πλαισίου από τη ΔΗΜΑΡ δεν συνάδει με τη ρήξη που επαγγέλθηκε ο Αλέξης Τσίπρας στην παρουσίαση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ.
Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε την αντιπαράθεση με το ευρωγερμανικό διευθυντήριο και το εγχώριο τραπεζομιντιακό σύμπλεγμα, χρειάζεται απαραιτήτως δύο στηρίγματα: Πρώτον, τη μέγιστη δυνατή λαϊκή κινητοποίηση ούτως ώστε η δύναμη του δρόμου να αποτελέσει το αντιστάθμισμα στην εξουσία του χρήματος που θα αντιμάχεται την αριστερή κυβέρνηση. Δεύτερον, την καθαρή εντολή των εκλογέων. Μια κυβέρνηση στην οποία θα συμμετέχουν και… ολίγον μνημονικά κόμματα, θα έχει τεράστια δυσκολία στο να έρθει σε ρήξη με το Μνημόνιο, μιας και η εξωτερική πίεση θα μεταφέρεται πολύ εύκολα στο εσωτερικό της. Το έργο της είναι τόσο δύσκολο, που απαιτεί τη μέγιστη δυνατή εσωτερική συνοχή. Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι όσο θα προχωράμε προς την ώρα της κάλπης, το δίλημμα που θα αναδεικνύεται επιτακτικά θα είναι: Αυτοδυναμία ΣΥΡΙΖΑ ή Μνημόνιο.