Moneyball

του Μιχάλη Ταστσόγλου

Ο αθλητισμός ως καθρέφτης όχι του πολιτισμού, αλλά της οικονομίας

Ένας μικρόκοσμος, ένα παραμύθι με δύο ζωές: ο άνθρωπος κι ο αθλητής. Η δόξα και το χρήμα όχι ως σκοποί, αλλά ως μέσα. Και μία ενός ανδρός αρχή που θα μείνει ξεχωριστή στη μεγάλη καριέρα του Μπραντ Πιτ.












Πέντε χρόνια. Τόσα μεσολάβησαν μεταξύ του Truman Capote και του Moneyball, της επόμενης δηλαδή σκηνοθεσίας του Μπένετ Μίλερ. Κι ο νεοϋορκέζος δημιουργός επιτυγχάνει ξανά. Τι κι αν το σενάριο που αναλαμβάνει να οπτικοποιήσει είναι κοινότυπο; ξέρω δεκάδες παρόμοια σενάρια που έγιναν κωμωδίες ρηχού περιεχομένου. Ο Μίλερ δικαίως δεν αναλώνεται σε κάτι κωμικό και φτιάχνει ένα δράμα βιογραφικού περιεχομένου όπου το αθλητικό μπορεί να είναι αυτό που φαίνεται, όμως μένει στα επίπεδα του επιφανειακού. Από κάτω κρύβονται πολλά κι ο Μίλερ τα εμφανίζει, τα αναλύει.

Μου αρέσει πολύ να παίζω Monopoly. Όμως οι κανόνες της μου "έκοψαν" την επιθυμία αυτή. Πάσχιζα επί ώρες να βρώ τρόπους, μεθόδους να αμβλυνθούν οι ανισότητες και το ενδια΄φερον του παιχνιδιού να παραμένει αμείωτο. Αλλά φευ, οι κανόνες είναι οι νόμοι της ζωής, το δίκαιο και όλοι θέλουν να παίζουν έτσι. Εξάλλου, για να παίξεις Monopoly χρειάζονται δύο.

Στην κοινωνία που ζούμε οι ταχύτητες γίνονται δύο σε όλο και περισσότερα κράτη. Ή πλούσιος (και τι πλούσιος) ή φτωχός. Οι εποχές που ζούμε είναι οι εποχές της αγριότητας και της εξαθλίωσης. Τα βλέπουμε, οι επιχειρήσεις κλείνουν η μία μετά την άλλη. Και στο τέλος, επικρατεί μία και σε παγκόσμια βάση μάλιστα.

Κι όλα αυτά υπό μία φαινομενική ισονομία. Μία ισονομία που δσίνει το τεράστιο πλεονέκτημα σε όποιον έχει τα εφόδια, να βρίσκει εκείνα τα παραθυράκια των νόμων και να επιβιώνει. Με τις κοινωνικές ανισότητες να οξύνονται. Τα βουνά και η πεδιάδα.

Η κεφαλαιοκρατία κυριαρχεί και στον αθλητισμό. Οι μεγάλες ομάδες  έχουν τα μονοπώλια (στους τίτλους) ακόμα και στο ποδόσφαιρο. Γιατί έχουν τα χρήματα και τα δαπανούν αλόγιστα, στο όνομα του θεάματος. όλοι θυμούνται τη Ρεάλ των υπεραστέρων των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας. Το ελληνικό μπάσκετ είναι το πιο αδιάσειστο τεκμήριο: ΠΑΟ, ΟΣΦΠ και όλοι οι άλλοι με προϋπολογισμό μισό Διαμαντίδη.

Στον αμερικανικό αθλητισμό τα κέρδη για τους ιδιοκτήτες των ομάδων είναι κατά πολύ μεγαλύτερα. Γι' αυτό κι εκεί το μεγάλο ψάρι "έχει στο χέρι του" το μικρό. Η ταινία είναι πιο επίκαιρη από ποτέ στις ΗΠΑ. Το lock-out που είχε κηρυχθεί στο NBA έφερε τη λίγκα αντιμέτωπη με τους μπασκετμπολίστες. Οι οποίοι ζητούσαν να μειωθεί λιγότερο το ποσοστό τους επί των κερδών και όχι όσο ήθελαν οι ιδιοκτήτες. Τώρα που το lock-out έληξε γίνονται ανταλλαγές παικτών. Και όσοι υψηλού επιπέδου παίκτες έχουν συμβόλαια που εκπνέουν το καλοκαίρι, απαιτούν να φύγουν από τις ομάδες τους. Και που να πάνε; Στη Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες, τη Βοστώνη. Και οι μικρές ομάδες, με τις οποίες αυτοί δεσμεύονται, να πάρουν ως αντάλλαγμα τα αποφάγια των μεγάλων. Bussiness...

Ο Μπραντ Πιτ είναι λιτός κι απόλυτα εκφραστικός. Παίρνει πάνω του την ταινία, καθώς στην ουσία παίζει μόνος του. Τι κι αν το κάστινγκ είναι αξιόλογο (Φίλιπ Σέυμουρ Χόφμαν, Ρόμπιν Ράιτ), όλο το moneyball είναι ο Μπίλι (Πιτ). Ο Μπίλι είναι ένας General Manager με το κοκαλάκι της νυχτερίδας. Εργάζεται σε μία μικρή ομάδα η οποία διαπρέπει, αλλά κάθε καλοκαίρι υφίσταται αφαίμαξη από τους μεγάλους συλλόγους. Έτσι κι εκείνος έχει μάθει να του αρέσει πιο πολύ το να μη χάνει από όσο του αρέσει το να κερδίζει. Εξάλλου τα λόγια αυτά του ανήκουν.

Ο Μπίλι ζει μέσα σε έναν μικρόκοσμο. Στον κόσμο του μπέισμπολ που μπορεί να φαίνεται μαγικός (όρος δανεισθείς εξ NBA),αλλά έχει τις δικές του αξίες κα τις δικές του ιδιαιτερότητες. Οι super-stars γίνονται αντικείμενα. Σήμερα είναι, αύριο δεν είναι. Σήμερα παίζουν εδώ, σήμερα παίζουν εκεί. Κανείς general manager δε νοιάζεται για το αν αγαπούν τη φανέλα που φοράνε. Σε μία εργασία μου στη σχολή περί προνογραφίας είχα διαβάσει τον όρο "objectification", ας τον πούμε αντικειμενοποίηση. Τι πορνό, τι μπέισμπολ μικρές οι διαφορές. Welcome to κοινωνία του θεάματος, όπως είπε κι ο Ντεμπόρ. 

Η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού είναι επώδυνη, όταν κάνεις πρωταθλητισμό. Κι αυτό ο Μίλερ το προσέχει. Οι παίκτες ανταλλάσσονται χωρίς καν να ερωτούνται. Παγώνουν, αλλά δεν έχουν ούτε χρόνο για δάκρυα. Μέσα σε μια μέρα πρέπει να έχουν αλλάξει φανέλα, σπίτι, πολιτεία, ακόμα και οικογένεια. Κι όλα αυτά για να φανεί η ειδοποιός διαφορά: ο πρώτος είνα πρώτος και ο δεύτερος δεν είναι τίποτα.

Γι' αυτό και ο Μπίλι προσφεύγει στη στατιστική. Και εντός ενός συστήματος που αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως αριθμούς, βρίσκει το συνδυασμό εκείνων των διαφορετικών αριθμών που επιτυγχάνει. Μί αστατιστική που λέει πάντα την αλήθεια ολόκληρη, αρκεί να την υπηρετήσεις δογματικά.

Ο Μπίλι Μπιν είναι ένας επαναστάτης που θέλει να αλλάξει την αδικία. Που αγαπάει το παιχνίδι του, αλλά δεν ξεχνάει ποτέ τον αδικημένο, αυτόν που βρίσκεται στο κάτω άκρο της τραμπάλας. Και παίρνει το δρόμο τον αντίθετο, όσο επίπονος κι αν είναι. όμως, γειώνεται.  "Όποιος ανοίγει το δρόμο, πάντα ματώνει", γιατί ακόμα και οι επαναστάτες τελικά έχουν ταβάνι. Το σενάριο τον αφήνει να προσπαθεί επί πολλές σεζόν χωρίς να τα καταφέρνει να παίρνει το πρωτάθλημα. Αλλά εκείνος δε φθείρεται. Συνεχίζει κάθε χρόνο να ανεβαίνει, να ανεβαίνει σαν το Σίσυφο.