Τέσσερις δηλώσεις

του Μιχάλη Ταστσόγλου

Τέσσερις διαφορετικές εκδοχές εντός του ίδιου συστήματος

Η δογματική αντιμετώπιση της πολιτικής Μέρκελ ως ασφαλούς διεξόδου ευνουχίζει οποιαδήποτε αλλαγή. Οι Έλληνες πολιτικοί που είναι υπέρ του μνημονίου οφείλουν να επανεξετάσουν και να κριτικάρουν τουλάχιστον τις μεθόδους που θέλει να εφαρμόσει.



Ακόμα κι ένας επιτυχημένος πολιτικός πάντα θα έχει αποτυχίες στο ενεργητικό του. Η κυρία Μέρκελ, μπορεί να έχει στο πλευρό της το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού πληθυσμού, αυτό όμως δε σημαίνει πως έχει θεϊκές ιδιότητες. Στο εξωτερικό της ασκείται κριτική έντονη. Και στην ίδια τη Γερμανία η αντιπολίτευση επικεντρώνεται στον τρόπο που η κυβέρνηση Μέρκελ διαχειρίζεται το ελληνικό πρόβλημα.

Τέσσερις δηλώσεις πολιτικών παραγόντων μου έδωσαν την αφορμή για αυτές τις γραμμές. Και οι τρεις σχετίζονται με τη χθεσινή έγκριση της (μετά επιτοκίου) βοήθειας προς την Ελλάδα από το γερμανικό κοινοβούλιο. Ας δούμε μία προς μία τις δηλώσεις αυτές.

Ο Γκέγκορ Γκίζι, στέλεχος του κόμματος Η Αριστερά, ανέφερε: Γνωρίζουμε ότι η βοήθεια αυτή οδηγεί την Ελλάδα στην καταστροφή. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι νικητές σύναψαν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, η οποία ταπείνωσε τη Γερμανία. Κι αυτό ήταν ένας από τους λόγους που ενισχύθηκε η δύναμη του Χίτλερ και το φρόνημα των Ναζί. Οι νικητές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ήταν πιο έξυπνοι. Κατάλαβαν πως η Γερμανία χρειαζόταν ανοικοδόμηση και εφήρμοσαν το Σχέδιο Μάρσαλ. Εσείς (δηλαδή, η γερμανική κυβέρνηση) στην Ελλάδα εφαρμόζετε τις Βερσαλλίες, αλλά εκείνη χρειάζεται ένα σχέδιο Μάρσαλ.

Τα "καθεστωτικά" μέσα άσκησαν κριτική στο αριστερό κόμμα της Γερμανίας επειδή αρνήθηκε να ψηφίσει τη βοήθεια προς την Ελλάδα. Ο μέσης μόρφωσης τηλεθεατής, όμως, ακούγοντας τις ειδήσεις, καταλαβαίνει ότι το το αριστερό κόμμα αρνείται τη βοήθεια προς την Ελλάδα. Όμως, η αριστερά της Γερμανίας δε δέχεται εκφοβισμούς και κινδυνολογίες. Δεν αρνείται τη βοήθεια στην Ελλάδα, αλλά είναι κάθετα αρνητική στη συνταγή Μέρκελ. 

Αντίθετα, τη βοήθεια προς την Ελλάδα αρνήθηκε διά της ψήφου του ο Χανς Πέτερ Φρίντριχ, υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Μέρκελ. Τόνισε δε, αυτό που στην Ελλάδα δε λέγεται από κανέναν: Εκτός της νομισματικής ένωσης οι πιθανότητες να γίνει η Ελλάδα πιο ανταγωνιστική είναι σαφώς περισσότερες απ' ό,τι αν μείνει στην Ευρωζώνη.


Ο Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δήλωσε: Πιστεύω πως η ελληνική οικονομία μπορεί να γίνει πιο ανταγωνιστική. Και δεν καταλαβαίνω γιατί κάποιος να λέει πως αυτό δε θα συμβεί ποτέ. Ορισμένα σχόλια που άκουσα πρόσφατα για την Ελλάδα απορρέουν από μία πολιτιστική προκατάληψη. Γιατί η Ελλάδα δε μπορει δηλαδή να κάνει ό,τι και οι άλλοι; Θα ήθελα να το καταλάβω αυτό. Υπάρχει κάποιου είδους κατωτερότητα; Δε νομίζω. Υπάρχει πρόβλημα στην αναμόρφωση του συστήματος. Κι αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός μας. Να βοηθάμε τα κράτη να αναμορφώνουν το σύστημά τους. Αυτό πρέπει να γίνει.

Εμμέσως πλην σαφώς, ακόμα και ο Ζοζέ Μπαρόζο ορθώνει το ανάστημά του σε εκείνους που προσβάλλουν τους Έλληνες παγιδευμένοι μέσα στην παραπληροφόρηση για τον τρόπο ζωής του Έλληνα. Η Ελλάδα έχει πρόβλημα συστήματος ξεκάθαρα. Και αυτό θέλει τομές. Κι αυτό που πρέπει να γίνει, δεν είναι μόνο η χρηματική βοήθεια, αλλά η βοήθεια προς την Ελλάδα με τρόπο που θα της επιτρέψει να αναμορφωθεί ως σύστημα και να ξεφύγει από το δυσλειτουργικό παρελθόν της.

Η Χάικε Χένζελ, βουλευτής του αριστερού κόμματος της Γερμανίας, είπε: Το Μάιο κάτοικοι όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα βγουν στους δρόμους να διαδηλώσουν κατά αυτής της πολιτικής. Θέλουν να δείξουμε αλληλεγγύη στους ανθρώπους που νιώθουν στο πετσί τους τη νεοφιλελεύθερη πολιτική.Αυτό είναι το σύνθημα: Είμαστε όλοι Έλληνες.

Είναι σαφές πως αυτό που εμείς εδώ αντιμετωπίζουμε ως δεδομένο, ως εκ των ων ουκ άνευ για τη "σωτηρία",  ως πανάκεια, ως αυθεντία, αλλού αποτελεί αντικείμενο κριτικής, αποτελεί αντικείμενο σκέψης, αναθεωρείται, χλευάζεται, λοιδορείται. Καιρός να αποτελέσει πεδίο δόξης λαμπρό και για την ελληνική πολιτική. Οι μεν μνημονιακοί να αναθεωρήσουν τη στρατηγική Μέρκελ, οι δε αντι-μνημονιακοί να προτείνουν κάποιο πρόγραμμα άλλο, κάτι διαφορετικό, αλλά συγκεκριμένο.