Avanti maestro!

της Έλλης Τσιφόρου

Το τέλος μίας εποχής

Ο σημειολογικός πειρασμός είναι μεγάλος τώρα που τα πρόσωπα των υποψηφίων στις εθνικές εκλογές έχουν αρχίσει να «κοσμούν» εφημερίδες και οθόνες, μαζί με μηνύματα, χειρονομίες και ντεκόρ που μπορούν να γίνουν αφορμή για τη διατύπωση διαφωτιστικών αλλά και ιδιαίτερα διασκεδαστικών παρατηρήσεων.





Ωστόσο, η όποια διάθεση για πνευματική γυμναστική και θυμηδία ισοπεδώνεται όταν, για παράδειγμα, στην εφημερίδα, απέναντι από την ολοσέλιδη καταχώρηση όπου «φιγουράρει» το πορτρέτο υποψηφίου πρωθυπουργού μαζί με διάφορα ηθικολογικού περιεχομένου συνθήματα, διαβάζει κανείς την ανησυχητική δήλωση εκπροσώπου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ότι «εάν δεν υπάρξει βελτίωση στη συλλογή φόρων, η χώρα θα προσφύγει σε δραματικές περικοπές».

Η συγκυρία αναδεικνύει την πολιτική διαφήμιση σε όλη της την επικοινωνιακή γύμνια. Τα μόνα συναισθήματα που εγείρει πλέον κυμαίνονται μεταξύ αμηχανίας και θυμού. Και οι μόνες σκέψεις που μπορεί να προκαλέσει έχουν να κάνουν με το ρόλο και τη σκοπιμότητα αυτού του πανίσχυρου, άλλοτε, εργαλείου, αγγίζοντας, κατ’επέκταση, και την ίδια την έννοια της επικοινωνίας, πολιτικής και μη.

Γιατί η πολιτική διαφήμιση, έτσι «μουδιασμένα» που την υποδεχόμαστε σήμερα, αποτελεί ίσως το ιδανικότερο πεδίο για να προβληματιστούμε γύρω από την επικοινωνία ως έννοια αλλά, κυρίως, ως γενικευμένη πρακτική «επιστήμη» που έχει ταυτιστεί με την τέχνη της χειραγώγησης.

Είναι, πράγματι, εξαιρετικά δύσκολο να ορίσει κανείς τι είναι επικοινωνία επειδή, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Dirk Baecker, κάθε προσπάθεια ορισμού θα ταλαντεύεται πάντοτε «ανάμεσα στο ερώτημα αν η επικοινωνία είναι γενικά δυνατή και τη θέση ότι όλα είναι επικοινωνία»[1].

Είναι, όμως, σχετικά εύκολο να κατανοήσουμε ότι περνώντας από την έννοια στην πράξη, και μάλιστα στο πλαίσιο ενός παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού που υποστηρίζεται από τις τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας, τέτοιου είδους διλήμματα δεν έχουν θέση. 

Στο επίπεδο της εμπειρίας η εννοιολογική ταλάντευση μετατρέπεται σε καθολική αποδοχή της επικοινωνίας όχι μόνο ως γενικευμένο φαινόμενο, αλλά ως γενικό πρόσταγμα με τελικό στόχο το κέρδος (κάθε μορφής κέρδος).

Παρατηρούμε, λοιπόν, τη διάχυση της επικοινωνίας ως εργαλείου αποτελεσματικής μετάδοσης πληροφοριών και μηνυμάτων σε όλα σχεδόν τα επίπεδα της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας. 

Είναι, μάλιστα, τόσο μεγάλο το εύρος του πεδίου εφαρμογής αυτού του επιτελεστικού επικοινωνιακού μοντέλου και τόσο έντονη η απουσία εναλλακτικών και διαφοροποιημένων στρατηγικών προσεγγίσεων, που η επικοινωνία έχει φτάσει να θεωρείται ταυτόσημη με την αγοραία λογική που κυριαρχεί στους χώρους του marketing και της διαφήμισης.

Ενώ, όμως, η λογική της χειραγώγησης είναι πιο «εύπεπτη» στον κόσμο των επιχειρήσεων, όταν ερχόμαστε στο πεδίο της πολιτικής το κλίμα αλλάζει και δεν μπορούμε παρά να ενοχλούμαστε όταν διακρίνουμε τα επικοινωνιακά τεχνάσματα των πολιτευτών προκειμένου να κερδίσουν μια θέση στο κοινοβούλιο.

Δεν είμαστε, όμως, εμείς οι ίδιοι που έχουμε συγκινηθεί και συνεγερθεί στο παρελθόν με πολιτικά συνθήματα; Δεν οφείλουν, από την άλλη πλευρά, οι πολιτικοί να επικοινωνούν το όραμα, τη σκέψη τους; Ένα από τα πιο συχνά παράπονα που τους απευθύνουμε δεν είναι η έλλειψη επικοινωνίας με τους πολίτες; Ποιο είναι το σημείο συνάντησης πολίτη και πολιτικού; Τι είναι, τελικά, η πολιτική επικοινωνία;

Ίσως αυτό που ξεχνούν, ή θέλουν να ξεχνούν, οι πολιτικοί μας αλλά και εκείνοι που τους συμβουλεύουν επικοινωνιακά, είναι ότι επικοινωνώ σημαίνει «κοινοποιώ», σημαίνει, όμως, και «ανταλλάσσω», «συνδέω», «κοινωνώ», με την έννοια του «γίνομαι κοινωνός», «μοιράζομαι». Από την επικοινωνία συγκρατούν το «επί», δηλαδή τον προσδιορισμό, τον σκοπό, και παραβλέπουν την «κοινωνία».

Όπως χαρακτηριστικά έχει επισημάνει ο Paul Watzlawick, ψυχίατρος του φημισμένου ερευνητικού κέντρου του Palo Alto που με το έργο του σημάδεψε την επιστήμη της επικοινωνίας,  κανείς δεν είναι το απόλυτο υποκείμενο της επικοινωνίας. Απλά μετέχει σε αυτήν, όπως θα συμμετείχε σε μία ορχήστρα όπου κάθε όργανο έχει τον δικό του ειδικό ρόλο, τη δική του συμβολή και όπου όλα μαζί υπηρετούν το προς εκτέλεση έργο.

Ας φανταστούμε, λοιπόν, την πολιτική επικοινωνία σαν μία ορχήστρα, όπου οι πολίτες έχουν ρόλους διακριτούς τους οποίους οφείλει να γνωρίζει, να αναγνωρίζει, να αναδεικνύει, να συνθέτει και να εναρμονίζει ο ηγέτης κάτω από την μπαγκέτα του προκειμένου να υπηρετηθεί το κοινό καλό. Γιατί, ασφαλώς, ορχήστρα χωρίς μαέστρο δεν νοείται.

Στο σημείο αυτό, βέβαια, οφείλουμε να θέσουμε το ερώτημα που ο κορυφαίος Έλληνας μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος απηύθυνε σε κάθε επίδοξο διευθυντή ορχήστρας : «αν η φιλοδοξία του υπηρετεί έναν ηθικό καλλιτεχνικό σκοπό κι αν δεν είναι μόνο μια κρυφή επιθυμία για δύναμη και κυριαρχία, πράγμα που δεν δείχνει παρά μόνο τη γύμνια του»[2].

Δυστυχώς, όμως, φαίνεται ότι θα περάσει αρκετός καιρός ώσπου με το παράγγελμα “Avanti Maestro” να ακούσουμε την «Ωδή στη χαρά» αντί για τους καλαματιανούς του Καραγκιόζη.

[1] BAECKER, Dirk (2008). Επικοινωνία. Αθήνα : Σμίλη, σ. 37

[2]http://www.dimitrimitropoulos.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=49&catid=15&Itemid=51&lang=el

πηγή: news247.gr