Τα αφεντικά...
του Ρούσσου Βρανά (από τη στήλη "Δρόμοι" των Νέων)
Τα αφεντικά κάποτε μαστίγωναν τους εργάτες τους για να τους αναγκάσουν να δουλέψουν παραπάνω. Σήμερα, τους μαστιγώνουν για να μη δουλέψουν, επειδή από την αργία τους και την ανεργία τους τα αφεντικά τους κερδίζουν περισσότερα από όσα θα κέρδιζαν από τη δουλειά τους. Δεν υπάρχει εγγυημένη δουλειά για κανέναν.
Καθένας όμως είναι αυτό που κάνει. Δύσκολα τολμάει να ρωτήσει κανείς σήμερα έναν νέο τι δουλειά κάνει. Επειδή, όταν είναι άνεργος, νιώθει σαν να μην είναι τίποτα. Και θα ήταν ίσως πράγματι ένα τίποτα, αν δεν υπήρχε η αγκαλιά της παραδοσιακής οικογένειας. Ομως, όσο περισσότερο εκποιείται το κοινωνικό κράτος τόσο με περισσότερα βάρη φορτώνεται η οικογένεια. Τι να πρωτοκάνει με τη φροντίδα των γέρων και των παιδιών; Αν την αναλάβουν οι γονείς, αυτό αποβαίνει εις βάρος του εισοδήματός τους. Οσο περισσότερο αφοσιώνονται σε αυτήν τόσο γίνονται φτωχότεροι.
Το σύστημα στο οποίο ζούμε δεν ανταγωνίζεται μόνο τον εαυτό του (ο ένας καπιταλιστής τον άλλο) αλλά και την ίδια την οικογένεια όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα. Πριν από μερικά χρόνια η Αρλι Ράσελ Χόχτσαϊλντ, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (Μπέρκλεϊ), διαπίστωνε «την εξασθένηση των θεσμών της οικογένειας και της Εκκλησίας, τον μαρασμό των τοπικών κοινωνιών, την παρακμή όλων όσοι παραδοσιακά αποτελούσαν ασπίδα που προστάτευε από τις πιο δηλητηριώδεις πλευρές του καπιταλισμού». Πολιορκημένοι στη δουλειά και στο σπίτι, οι άνθρωποι σήμερα δυσκολεύονται να αντέξουν στις πιέσεις ενός συστήματος που τους προτρέπει να βλέπουν τη φροντίδα της οικογένειας σαν κόστος.
Δύο χρόνια προτού ξεσπάσει η οικονομική κρίση, ο αμερικανός κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Σένετ έλεγε σε διάλεξή του στη Νέα Υόρκη: «Οι εξεγερμένοι των νεανικών μου χρόνων, στη δεκαετία του 1960, πίστευαν ότι με το γκρέμισμα των θεσμών θα μπορούσαν να φτιάξουν κοινότητες. Εκείνη η βεβαιότητα δεν έγινε πραγματικότητα. Οι χώροι όπου εργάζονται σήμερα μοιάζουν με σιδηροδρομικούς σταθμούς, η οικογενειακή ζωή έχει χάσει τον προσανατολισμό της εξαιτίας των απαιτήσεων της εργασίας και η μετανάστευση είναι η εικόνα της νέας παγκόσμιας εποχής: η συνεχής μετακίνηση και όχι η εγκατάσταση». Γι' αυτό ακριβώς ο Ρίτσαρντ Σένετ έχει σε μεγάλη εκτίμηση την παραδοσιακή μεσογειακή οικογένεια με τους στενούς δεσμούς της, όπως εξηγούσε τις προάλλες σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Στάμπα», με την ευκαιρία της ιταλικής έκδοσης του πιο πρόσφατου βιβλίου του «Μαζί».
Δεν βλέπει σαν «μαμμόθρεφτα» τους νέους που εξακολουθούν να μένουν με τους γονείς ακόμη και μετά την ενηλικίωσή τους, σαν θλιβερά φρούτα μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε ακινησία, αλλά σαν στοιχεία ενός πολιτισμού πολύ πιο αλληλέγγυου από όσο ο αγγλοσαξονικός. «Στη Βρετανία, να ζει κανείς μέχρι τα τριάντα με την οικογένειά του θεωρείται αποτυχία», λέει ο Ρίτσαρντ Σένετ. «Και έτσι το αισθάνονται εκεί οι νέοι. Ομως αυτό δεν είναι αλήθεια, όπως δείχνει η ιταλική εμπειρία της οικογενειακής αλληλεγγύης, που σήμερα αντιστέκεται πεισματικά και αποτελεσματικά στην κρίση».