Αγορές και οικονομία: ξανάρθαν οι άσχημες μέρες




άρθρο του βρετανικού Guardian σε μετάφραση της Αναστασίας Γιάμαλη (Αυγή)




Ο δείκτης FTSE έχει πέσει περισσότερο από 2%. Οι γερμανικές μετοχές σημειώνουν πτώση 3%. Η Wall Street έχει σκαμπανεβάσματα.
Υπάρχει κάτι πολύ οικείο και μάλλον τρομακτικό στον τρόπο με τον οποίο ανεβοκατεβαινουν οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Πράγμα που καταδεικνύεται καλύτερα από το εξής γεγονός: η διαφορά στα κόστη δανεισμού μεταξύ των δανείων για την Ισπανική κυβέρνηση και για την διοίκηση της Άγγελα Μέρκελ αυξήθηκε κατά 3.88% - η μεγαλύτερη άνοδος που έχει σημειωθεί από τον Νοέμβριο... ήταν ο προηγούμενος μήνας από όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εισήγαγε την κατεπείγουσα διαδικασία βάσει της οποίας θα έριχνε χρήματα στις ηπειρωτικές τράπεζες που επλήγησαν από την κρίση. Στην αποκαλούμενη μακροπρόθεσμη διαδικασία αναχρηματοδότησης (LTRO) η ΕΚΤ κατέβαλε περισσότερα από 1 τρισ. ευρώ σε πάμφθηνα δάνεια σε τράπεζες. Τώρα πια ξέρουμε πως αυτό το 1 τρις προσέφερε το εξής: απλά μια ανάπαυλα στον πανικό που έχει καταλάβει την ευρωζώνη για περισσότερα από 2 χρόνια.


Οι αγορές δεν κινούνται σε ευθείες, τείνουν να κινούνται σε μορφή ζιγκ ζαγκ. Είναι πολύ πιθανό τις επόμενες ημέρες να υπάρξει κάποια ηρεμία χάρη στους επενδυτές που θα κυνηγούν κάποια ευκαιρία. Αλλά η μακροπρόθεσμη πρόβλεψη, τόσο για τις χρηματοπιστωτικές αγορές όσο και για την οικονομία της Ευρωζώνης, κάθε άλλο παρά ήρεμη προδιαγράφεται.

Ένας λόγος είναι πως το σχήμα LTRO τελεί υπό αυξανόμενη αμφισβήτηση τόσο εντός ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών όσο και από ανεξάρτητους οικονομολόγους. Άλλος ένας λόγος είναι πως έχει γίνει πια σαφές σε αυτους που λαμβάνουν τις αποφάσεις στην Ευρωζώνη πως δεν έχουν άλλες επιλογές στο συρτάρι στην περίπτωση που η πολιτική των φτηνών δανείων αποτύχει. Και, τέλος, αυξάνονται τα στοιχεία που υποστηρίζουν πως το να ρίχνεις λεφτά στον τραπεζικό τομέα, σε επίπεδο ηπείρου, είτε στη Βρετανία, δεν βοηθάει και πολύ την πραγματική οικονομία.

Τους προηγούμενους 4 μήνες η ΕΚΤ έκανε ό,τι μπορούσε για να αναζωογονήσει έναν τραπεζικό τομέα που βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής και τελικά συνετέλεσε στη δημιουργία ενός σχήματος πυραμίδας ηπειρωτικής κλίμακας. Το 1 τρισεκατομμύριο που κατέβαλε σε δύο ημέρες, τοποθετημένο με διάφορα άλλα σχήματα ρευστότητας, σίγουρα τόνωσε τις απελπισμένες τράπεζες. Χρησιμοποίησαν τα χρήματα για να αγοράσουν το χρέος που εξέδωσαν οι κυβερνήσεις τους. Σύμφωνα με ανάλυση της UBS, οι ισπανικές τράπεζες έλαβαν συνολικά 250 δισεκατομμύρια. Τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο αύξησαν τους τίτλους των κρατικών ισπανικών ομολόγων κατά 29%. Στην Ιταλία, οι τράπεζες έλαβαν περίπου 260 δισ. σε επίσημες καταβολές, στην συνέχεια αύξησαν τους τίτλους που είχαν επί του ιταλικού χρέους κατά 13%.

Οι ηγέτες της Ευρώπης τόνωσαν αδύναμες τράπεζες, οι οποίες με την σειρά τους τόνωσαν τους ηγέτες. Και, όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, δεν υπάρχει σχεδόν κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει πως αυτή η ιστορική διοχέτευση τεράστιων ποσών μετρητών αύξησε τη δυνατότητα δανεισμού των επιχειρήσεων ή των νοικοκυριών.

Άρα, το δημόσιο χρήμα χρησιμοποιήθηκε για να τονώσει ιδιωτικές τράπεζες, με πολύ λίγα ορατά οφέλη για το κοινό - πέρα από την προσωρινή αποφυγή της συμφοράς. Δεν ήταν έκπληξη λοιπόν πως ο κ. Ντράγκι και οι συνεργάτες του αντιμετωπίζουν ολοένα και σκληρότερα ερωτήματα αναφορικά με το όλο σχήμα. Ούτε θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη πως αυτοί που φοβούνται τον πληθωρισμό στη γερμανική Bundesbank πιέζουν την ΕΚΤ να ετοιμάσει "στρατηγική διαφυγής".

Χθες, ο κ. Ντράγκι απέρριψε όποια τέτοια συζήτηση ως "ανώριμη", αλλά το επιτελείο που τον συνόδευε έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στους κινδύνους που θα είχε ο υψηλός πληθωρισμός, όπως και η έλλειψη ανάπτυξης. Ωστόσο, χωρίς να συνεχιστεί το LTRO, οι κυβερνήσεις της Νότιας Ευρώπης θα δώσουν αγώνα για να βρουν αγοραστές για τα ομόλογά τους - όπως έγινε και με τη Μαδρίτη. Οι μεγαλύτερες περικοπές δαπανών από την εποχή του Φράνκο, όπως αποκάλυψε ο πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι την περασμένη εβδομάδα, δεν θα βοηθήσουν, διότι απλώς θα παραλύσουν την οικονομία και θα εξαλείψουν τα φορολογικά έσοδα.

Η Τράπεζα της Αγγλίας επίσης τελεί υπό πίεση να δείξει τα αποτελέσματα της δωρεάς των 325 δισ. λιρών στον χρηματοπιστωτικό τομέα, γνωστή και ως ποσοτική διευκόλυνση. Την ώρα που η οικονομία παραπαίει, το στοίχημα του Μέρβιν Κίνγκ με την ποσοτική διευκόλυνση μοιάζει να μην αποδίδει μέχρι τώρα. Στην Ευρωζώνη και στη Βρετανία, η χρήση νομισματικών μέτρων βασιζόταν ανέκαθεν σε μια ιδεολογική αποστροφή για τη χρήση των κυβερνητικών δαπανών, πολλώ δε μάλλον για την πρόκληση ταραχής στο τραπεζικό σύστημα. Το πόσο λανθασμένη είναι αυτή η πολιτική θα το δούμε τις επόμενες εβδομάδες, ενώ οι αγορές θα συνεχίζουν την εμετική διαδρομή τους.