Ε, πολιτικοί αρχηγοί, πατήστε και λίγο Ελλάδα
της Σίας Κοσιώνη
Αν ζούσαμε σε αυτή την Ελλάδα αποκλείεται να ακούγαμε όσα ακούμε καθημερινά από τους διεκδικούντες την ψήφο μας.
Πολύ φοβάμαι ότι εδώ και καιρό έχουμε παγιδευτεί σε μία επικίνδυνη πλάνη. Έχουμε εγκλωβιστεί σε ένα παράλληλο σύμπαν μέσα στο οποίο ό,τι θυσία είχαμε να κάνουμε την κάναμε, όσο πονέσαμε πονέσαμε και τώρα πάμε για άλλα, πιο μεγάλα και, κυρίως, πιο εύκολα.
Προθάλαμος της ομαδικής αυτής ψευδαίσθησης ήταν ήδη η προεκλογική περίοδος των εκλογών της 6ης Μαΐου. Από μία Ελλάδα στριμωγμένη και υποχρεωμένη να χωρέσει στο κοστούμι του «Μνημονίου 2» της αρέσει-δεν της αρέσει, ξαφνικά, ενώπιον της κάλπης, υπό το βάρος της λαϊκής δυσαρέσκειας, αλλά και της απορρόφησης αυτής από τις αντιμνημονιακές δυνάμεις, περάσαμε σε μία Ελλάδα που όλα μπορεί να τα διεκδικήσει και όλα μπορεί να τα αλλάξει.
Στην αυγή της νέας προεκλογικής περιόδου, η αντίληψη αυτή ήταν ήδη εμπεδωμένη. Πλέον οι λέξεις είναι πιο αποφασιστικές και η οριοθέτηση των στόχων της επόμενης κυβέρνησης πιο ξεκάθαρη: Το θέμα δεν είναι αν μπορούμε να αλλάξουμε το Μνημόνιο. Αυτό είναι σα να το έχουμε ήδη κάνει. Το θέμα είναι ποιος θα αλλάξει το Μνημόνιο. Και, μάλιστα, ποιος θα το αλλάξει περισσότερο.
Το ότι αυτοί που μας δανείζουν είτε δεν το συζητούν καν είτε μιλούν δειλά για περιορισμένες αλλαγές, είναι προφανώς μία ανθυπολεπτομέρεια.
Θα επιμείνουν;
Αναντίλεκτα, το αποτέλεσμα της κάλπης της 6ης Μαΐου έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα στην Ευρώπη. Σίγουρα, η έκρηξη της κοινωνικής δυσφορίας που έφερε τα πάνω κάτω στο εδώ και δεκαετίες παγιωμένο ελληνικό πολιτικό γίγνεσθαι ταρακούνησε τις Βρυξέλλες και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Τρόμαξε και δημιούργησε ευρύτερες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές επισφάλειες σε μία Ευρώπη που μέρα με τη μέρα βουλιάζει όλο και πιο βαθιά στην κρίση. Αναμφισβήτητα, η διαχείριση της ελληνικής κρίσης το επόμενο χρονικό διάστημα θα τεθεί σε νέες βάσεις.
Θα αναθεωρηθούν κάποια μέτρα του προγράμματος; Πιθανόν. Θα πάρουμε περισσότερο χρόνο για να πετύχουμε τη δημοσιονομική μας προσαρμογή; Πιθανότατα. Θα τρέξουν παράλληλα προγράμματα για την τόνωση της ανάπτυξης; Δεδομένο.
Όλα αυτά, όμως, δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με την υποσχεσιολογία και τους δημαγωγικούς λαϊκισμούς που ευδοκιμούν σε αυτή τη χώρα που νομίζω –όρκο δεν παίρνω- είναι η Ελλάδα. Τη χώρα, οι πολίτες της οποίας ακούνε εδώ και μέρες ότι θα αποκατασταθούν μισθοί και συντάξεις, ότι θα αποκατασταθούν επιδόματα, ότι δε θα πειραχθεί κανένας δημόσιος υπάλληλος, ότι θα μειωθούν οι φόροι, ότι θα καταργηθούν χαράτσια, ότι, ότι, ότι….
Δεν θα μπω συγκεκριμένα στο ποιος λέει τι. Εξάλλου, τα ζούμε και τα βλέπουμε όλοι καθημερινά.
Κανείς δε λέει τι θα γίνει. Ή τι μπορεί να γίνει. Αντιθέτως, όλοι λένε τι θα ήθελαν να γίνει. Ή τι θα επιδιώξουν να γίνει. Και αν δε γίνει, εκείνοι θα έχουν προσπαθήσει… Αν πάλι γίνει καμιά «στραβή», τότε θα φταίνε ξανά κάποιοι άλλοι…
Οι διεκδικητές της ψήφου μας θα πρέπει να σκεφτούν καλά πού τελειώνει το σχέδιο και πού αρχίζει η αυταπάτη. Πού τελειώνει η υπευθυνότητα και πού αρχίζει η λαϊκή εξαπάτηση.
Τώρα, περισσότερο από ποτέ η χώρα έχει ανάγκη από υπευθυνότητα και σοβαρότητα, από φαντασία στην πολιτική και φρέσκες ιδέες που θα μας σπρώξουν μπροστά. Το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι μάγους, δημαγωγούς και παραγωγούς φρούδων ελπίδων.
Γιατί, ακόμη και κάποιος που λιμοκτονεί, που έχει παραλύσει από την πείνα και την εξάντληση, θα βρει δυνάμεις να σηκωθεί να σε χαστουκίσει αν του τάξεις φαγητό και τελικά δεν του το πας.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από το να δημιουργείς προσδοκίες σε ένα λαό κουρασμένο και αγανακτισμένο. Γιατί αν διαψευσθούν, η κούραση θα γίνει δύναμη και η αγανάκτηση οργή. Ας πατήσουν, λοιπόν, όλοι τους λίγο… Ελλάδα. Πριν την πατήσουν. Και αυτοί και η Ελλάδα.
Μα σε ποια χώρα ζούμε; Στη χώρα των θαυμάτων; Στη χώρα του Marlboro;
Διότι, συμπαθάτε με, στην Ελλάδα των ελλειμμάτων, του χρέους, της
μηδενικής ανταγωνιστικότητας και των άδειων ταμείων αποκλείεται να
ζούμε. Ούτε στη χώρα που αναπνέει χάρη στη μηχανική υποστήριξη των
διεθνών δανειστών της.
Αν ζούσαμε σε αυτή την Ελλάδα αποκλείεται να ακούγαμε όσα ακούμε καθημερινά από τους διεκδικούντες την ψήφο μας.
Πολύ φοβάμαι ότι εδώ και καιρό έχουμε παγιδευτεί σε μία επικίνδυνη πλάνη. Έχουμε εγκλωβιστεί σε ένα παράλληλο σύμπαν μέσα στο οποίο ό,τι θυσία είχαμε να κάνουμε την κάναμε, όσο πονέσαμε πονέσαμε και τώρα πάμε για άλλα, πιο μεγάλα και, κυρίως, πιο εύκολα.
Προθάλαμος της ομαδικής αυτής ψευδαίσθησης ήταν ήδη η προεκλογική περίοδος των εκλογών της 6ης Μαΐου. Από μία Ελλάδα στριμωγμένη και υποχρεωμένη να χωρέσει στο κοστούμι του «Μνημονίου 2» της αρέσει-δεν της αρέσει, ξαφνικά, ενώπιον της κάλπης, υπό το βάρος της λαϊκής δυσαρέσκειας, αλλά και της απορρόφησης αυτής από τις αντιμνημονιακές δυνάμεις, περάσαμε σε μία Ελλάδα που όλα μπορεί να τα διεκδικήσει και όλα μπορεί να τα αλλάξει.
Στην αυγή της νέας προεκλογικής περιόδου, η αντίληψη αυτή ήταν ήδη εμπεδωμένη. Πλέον οι λέξεις είναι πιο αποφασιστικές και η οριοθέτηση των στόχων της επόμενης κυβέρνησης πιο ξεκάθαρη: Το θέμα δεν είναι αν μπορούμε να αλλάξουμε το Μνημόνιο. Αυτό είναι σα να το έχουμε ήδη κάνει. Το θέμα είναι ποιος θα αλλάξει το Μνημόνιο. Και, μάλιστα, ποιος θα το αλλάξει περισσότερο.
Το ότι αυτοί που μας δανείζουν είτε δεν το συζητούν καν είτε μιλούν δειλά για περιορισμένες αλλαγές, είναι προφανώς μία ανθυπολεπτομέρεια.
Θα επιμείνουν;
Αναντίλεκτα, το αποτέλεσμα της κάλπης της 6ης Μαΐου έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα στην Ευρώπη. Σίγουρα, η έκρηξη της κοινωνικής δυσφορίας που έφερε τα πάνω κάτω στο εδώ και δεκαετίες παγιωμένο ελληνικό πολιτικό γίγνεσθαι ταρακούνησε τις Βρυξέλλες και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Τρόμαξε και δημιούργησε ευρύτερες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές επισφάλειες σε μία Ευρώπη που μέρα με τη μέρα βουλιάζει όλο και πιο βαθιά στην κρίση. Αναμφισβήτητα, η διαχείριση της ελληνικής κρίσης το επόμενο χρονικό διάστημα θα τεθεί σε νέες βάσεις.
Θα αναθεωρηθούν κάποια μέτρα του προγράμματος; Πιθανόν. Θα πάρουμε περισσότερο χρόνο για να πετύχουμε τη δημοσιονομική μας προσαρμογή; Πιθανότατα. Θα τρέξουν παράλληλα προγράμματα για την τόνωση της ανάπτυξης; Δεδομένο.
Όλα αυτά, όμως, δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με την υποσχεσιολογία και τους δημαγωγικούς λαϊκισμούς που ευδοκιμούν σε αυτή τη χώρα που νομίζω –όρκο δεν παίρνω- είναι η Ελλάδα. Τη χώρα, οι πολίτες της οποίας ακούνε εδώ και μέρες ότι θα αποκατασταθούν μισθοί και συντάξεις, ότι θα αποκατασταθούν επιδόματα, ότι δε θα πειραχθεί κανένας δημόσιος υπάλληλος, ότι θα μειωθούν οι φόροι, ότι θα καταργηθούν χαράτσια, ότι, ότι, ότι….
Δεν θα μπω συγκεκριμένα στο ποιος λέει τι. Εξάλλου, τα ζούμε και τα βλέπουμε όλοι καθημερινά.
Κανείς δε λέει τι θα γίνει. Ή τι μπορεί να γίνει. Αντιθέτως, όλοι λένε τι θα ήθελαν να γίνει. Ή τι θα επιδιώξουν να γίνει. Και αν δε γίνει, εκείνοι θα έχουν προσπαθήσει… Αν πάλι γίνει καμιά «στραβή», τότε θα φταίνε ξανά κάποιοι άλλοι…
Οι διεκδικητές της ψήφου μας θα πρέπει να σκεφτούν καλά πού τελειώνει το σχέδιο και πού αρχίζει η αυταπάτη. Πού τελειώνει η υπευθυνότητα και πού αρχίζει η λαϊκή εξαπάτηση.
Τώρα, περισσότερο από ποτέ η χώρα έχει ανάγκη από υπευθυνότητα και σοβαρότητα, από φαντασία στην πολιτική και φρέσκες ιδέες που θα μας σπρώξουν μπροστά. Το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι μάγους, δημαγωγούς και παραγωγούς φρούδων ελπίδων.
Γιατί, ακόμη και κάποιος που λιμοκτονεί, που έχει παραλύσει από την πείνα και την εξάντληση, θα βρει δυνάμεις να σηκωθεί να σε χαστουκίσει αν του τάξεις φαγητό και τελικά δεν του το πας.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από το να δημιουργείς προσδοκίες σε ένα λαό κουρασμένο και αγανακτισμένο. Γιατί αν διαψευσθούν, η κούραση θα γίνει δύναμη και η αγανάκτηση οργή. Ας πατήσουν, λοιπόν, όλοι τους λίγο… Ελλάδα. Πριν την πατήσουν. Και αυτοί και η Ελλάδα.
πηγή: aixmi.gr