Η Δημοκρατία των Κολλητών
του Μανώλη Ανδριωτάκη
Είχα καιρό να τον δω, απ’ το σχολείο. Είχε χάσει τα μαλλιά του, φορούσε ένα παλιό κοστούμι χωρίς γραβάτα, κι είχε γενικότερα μια μάλλον αλλόκοτη όψη, αλλά το βλέμμα του ήταν ίδιο. Τον θυμόμουν καλά. Να κάθεται στα μπροστινά θρανία, να είναι ήσυχος, να κάνει παρέα περισσότερο με τα κορίτσια και να βγαίνει πάντα πρόεδρος στην τάξη.
Τον συμπαθούσα πολύ. Πρότεινε να πιούμε έναν καφέ. Αλλά επειδή δεν είχε καθόλου χρήματα, όπως μού είπε, έπρεπε να τον κεράσω. Δέχτηκα. Καθίσαμε σ’ ένα καφέ πίσω απ’ τη Σταδίου. Είπαμε πώς είχε εξελιχθεί η ζωή μας όλα αυτά τα χρόνια. Εξακολουθούσε να είναι ήσυχος και να λέει λίγα. Τον ρώτησα με τί ασχολείται. Έκανε μια μικρή παύση. Κατάλαβα ότι κάτι τον δυσκόλευε στην ερώτησή μου και άλλαξα θέμα συζήτησης. Σε ανύποπτο χρόνο γύρισε το κεφάλι του προς την πλευρά μου και μου είπε:
“Βρήκες μια θέση εργασίας στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, το ίδιο κάνει. Δε μιλάω απαραίτητα για εσένα. Εσύ μπορεί να αποτελείς εξαίρεση. Μιλάω για τους πολλούς. Εξαιτίας κάποιου συγγενή σου, κάποιου φίλου σου, κάποιου γνωστού σου είχες την τύχη να βρεις μια οποιαδήποτε δουλειά. Όμως δεν είναι βέβαιο ότι την άξιζες εσύ. Μπορεί για τη θέση να υπήρχαν πολλοί καταλληλότεροι. Εγώ ας πούμε. Σπούδασα, έκανα μεταπτυχιακά, απέκτησα εργασιακή εμπειρία. Όμως σήμερα δεν έχω δουλειά. Και ξέρεις γιατί; Γιατί εσύ κι όλοι οι άλλοι συμβιβαστήκατε με το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει αξιοκρατία. Όποιος προλάβει, πρόλαβε. Όποιος έχει το καλύτερο μέσο, κέρδισε”.
Του είπα ότι δυσκολεύομαι κι εγώ. Αλλά δεν έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον πλέον να ακούσει. Έδειχνε να τα ξέρει όλα.
“Ξέρεις γιατί;” μου είπε αφού είχε πια ξεχάσει τον προσηνή κι ήσυχο εαυτό του. “Γιατί έχουν κυριαρχήσει οι κυνικοί και οι οπαδοί του νεποτισμού. Τώρα, μέσα σ’ αυτή την μεγάλη κρίση, όσοι έχουν δουλειές εξακολουθούν να απολαμβάνουν το προνόμιο της εργασίας και παραπονιούνται που τους μειώνουν το μισθό και διαμαρτύρονται. Βέβαια, αυτοί έχουν δουλειά. Ενώ δεκάδες χιλιάδες άλλοι, όπως εσύ κι εγώ, δεν έχουν. Δεν έχουν δουλειά, όχι απαραίτητα γιατί δεν αξίζουν να έχουν δουλειά, αλλά γιατί δεν είχαν δόντι, γνωστό, φίλο ή συγγενή σε μια καίρια θέση για να έχουν μια οποιαδήποτε δουλειά. Μάς λένε να πάρουμε τα πράγματα στα χέρια μας, να δούμε την κρίση σαν ευκαιρία. Εύκολο το ‘χεις; Πόσα αποθέματα μπορεί να έχει ένας άνθρωπος για να κάνει τη δική του δουλειά; Μπορούν όλοι να ιδρύσουν τη δική τους επιχείρηση; Δεν είναι εύκολο να τα απαντήσεις αυτά τα ερωτήματα. Εγώ ένα πράγμα μπορώ με σιγουριά να σου πω. Τώρα που τα πράγματα γίνονται όλο και πιο άγρια, πρέπει κι εσύ, κι εγώ και όλοι μας να δούμε τις δικές μας ευθύνες”, μου είπε.
“Να βοηθήσουμε εν πάση περιπτώσει κι αυτούς που δεν έχουν δουλειά. Ξέρεις ότι στις μέρες μας είναι πολύ εύκολο να βρεθείς χωρίς δουλειά. Κανείς δεν είναι ισόβιος στην αγορά, όλα είναι ρευστά. Μπορεί να έχεις κάνει πολλά για να διατηρήσεις το προνόμιο μιας δουλειάς, και να έχεις αναγκαστεί να γίνεις άλλος άνθρωπος και να έχεις υπομείνει απαράδεκτες καταστάσεις, μα η αγορά είναι αδίστακτη. Δυστυχώς είναι κι αυτό ένα αποτέλεσμα της αναξιοκρατίας. Αυτός που σε προσέλαβε, ξέρει ότι πήρες τη δουλειά με μέσο. Και το εκμεταλλεύεται. Αυτή είναι η αγορά εργασίας στην Ελλάδα. Οι κολλητοί, το μέσο, το δόντι. Το κριτήριο για να εργαστείς κάπου δεν είναι η ικανότητά σου, αλλά το μέσο. Και τώρα πρέπει όλοι να αναλάβουμε το μέρος της ευθύνης που μας αναλογεί”.
Με είχε στριμώξει για τα καλά.
“Δε μιλάω για εσένα, εσύ δεν έχεις σταθερή δουλειά” μου είπε. “Αλλά εσύ φίλε που εξακολουθείς να απολαμβάνεις το προνόμιο μιας σταθερής δουλειάς, πρέπει να βοηθήσεις με τα λόγια και τις πράξεις σου, ώστε να δημιουργηθούν δουλειές και για τους άλλους, για αυτούς που δεν έχουν δόντι, δεν έχουν μπαμπά μέσα στα κόλπα, ή “γνωριμίες”. Πρέπει να βοηθήσεις όπως κι όσο μπορείς για να σταματήσει αυτή η κατρακύλα, που μας έχει κάνει να ζούμε σε μια Δημοκρατία των Κολλητών”.
Ξαφνικά, κοίταξε το ρολόι του, ήπιε μια τελευταία γουλιά απ’ τον καφέ του, μ’ ευχαρίστησε για το κέρασμα, έβγαλε απ’ την τσέπη του μια κάρτα, την ακούμπησε στο τραπέζι και μου είπε: “αν με χρειαστείς για οτιδήποτε τηλεφώνησέ μου, θα την αλλάξουμε την Ελλάδα, πού θα πάει;”. Καθώς απομακρυνόταν πήρα στο χέρι μου την κάρτα που είχε αφήσει στο τραπέζι. Ανέφερε: “Τάκης Προγνώσιος. Υποψήφιος βουλευτής – Ενάντια στην Αναξιοκρατία”.
πηγή: andriotakis.com