Ο Οδυσσέας στην οδό Αιόλου

 του Παντελή Μπουκάλα

Αν υποθέσουμε ότι με κάποιο θαύμα έβγαιναν σεργιάνι στους δρόμους της τωρινής Αθήνας οι σκιές του Οδυσσέα και του Αχιλλέα, ποιον ήρωα θα έσπευδαν να χαιρετήσουν οι Αθηναίοι με σέβας και θαυμασμό, για να του πουν με τα νέα, άνευ προσωδίας ελληνικά τους ότι αυτόν τιμούν σαν φυλετικό τους πρότυπο; Και ποια σκιά θα ένιωθε πιο άνετα μέσα στο πλήθος, σαν να μην πέρασε μια μέρα από τον καιρό που βασίλευε;



Ο συγγραφέας πάντως του κειμένου που ακολουθεί δεν έχει καμία αμφιβολία. Ας δούμε τι λέει:

«Φιλόνεικος, ανήσυχος και ευμετάβολος, φθονερός δε και ήκιστα ευλαβής ων ο σημερινός λαός, ομοιάζει προς τον αρχαίον δήμον τον προκαλούντα τα σκώμματα της κωμωδίας και την απελπισίαν των σοβαρών πατριωτών. Δεν πρέπει τις να αναζητήση εις τον Αχιλλέα αλλ’ εις τον Οδυσσέα μάλλον τον τύπον του ελληνικού λαού. Αν ο ήρως εκείνος διήρχετο πάλιν μέσω των εν τη οδώ Αιόλου σημερινών Αθηναίων, ήθελεν αισθανθή πάραυτα, ότι ευρίσκεται εν μέσω πατρίου ατμοσφαίρας, και ήθελε βεβαίως ονομάσει γνήσια τέκνα του το λογιστικόν και πανούργον εκείνο γένος. Οι Ελληνες αγαπώσι πρώτον πάντων εαυτούς και κατά δεύτερον λόγον την περιουσίαν του άλλου. Τα είδωλά των λέγονται δύναμις και χρυσός, ουδέν δε μέσον περιφρονούσι δυνάμενον να προαγάγη αυτούς. Αφήνουσι τους αλαζόνας βαρβάρους του Βορρά να πράττωσι το αγαθόν χάριν του αγαθού. Αυτοί και μανθάνοντες και εργαζόμενοι, χάριν των δραχμών μόνον μανθάνουσιν και εργάζονται. Ο Οδυσσεύς εκείνος, ο των Φαιάκων τα δώρα προ παντός μετρών κατά την εις Ιθάκην επιστροφήν του όπως ίδη αν είναι σωστά, ο συμβουλεύων τους μνηστήρας, πριν τους φονεύση, να δώσουν πλούσια δώρα εις την σύζυγόν του, ο εκ νεότητός του τα δόλια έπη αγαπήσας ήρως, ο ψευδόμενος προς φίλους και εχθρούς, τον ίδιον αυτού υιόν και την σύζυγον, και τους θεούς αυτούς επιζητών ν’ απατήση, φέρει χαρακτήρας τους οποίους θα ειμπορούσε κανείς ν’ αντιγράψη και από τον σημερινόν Ελληνα».

Ιδού λοιπόν. Ο Οδυσσέας. Ο θανάσιμα μνησίκακος, που ξεπάστρεψε τον Παλαμήδη γιατί τον ξεμπρόστιασε όταν προσπαθούσε να πάρει τρελόχαρτο και να μην πάει στην Τροία. Ο όχι και τόσο φιλέταιρος, αφού χρειάστηκε να χαθούν όλοι οι σύντροφοί του για να φτάσει αυτός στην Ιθάκη. Ο όχι και τόσο πιστός στην Πηνελόπη, αφού στη δεκάχρονη περιπλάνησή του βρήκε καιρό να αγαπηθεί με την Καλυψώ, την Κίρκη και τη Ναυσικά. Ναι, αλλά εμείς μάθαμε νηπιόθεν ότι αξία δεν έχει το τι λέει κάποιος, αλλά ποιος είναι αυτός που τα λέει, ώστε να ζυγίσουμε τα λεγόμενά του ανάλογα με τα αισθήματά μας για το άτομό του. Ποιος τα λέει λοιπόν όλα τούτα για τους Ελληνες; Ενας Γερμανός. Ενας Γερμανός; Αμ τότε, τι χρείαν έχουμε άλλων μαρτύρων; Είναι αυτονόητο πως ό, τι κι αν λέει, είναι άπρεπο, ανήθικο, ανιστόρητο και κυρίως ανθελληνικό. Εντάξει, ξεφυτρώνει πού και πού κάποιος φιλέλληνας ανάμεσά τους, αλλά τι να το κάνεις, σταγόνα στον ωκεανό. Κι ήταν λέει Εβραίος ο παππούς του, και μάλιστα τραπεζίτης, που βάφτισε τα παιδιά του με ονόματα χριστιανικά, γιατί δεν άντεχε τις διακρίσεις; Ε, τι καλό να περιμένουν οι Ελληνες, αρχαίοι και νέοι, από έναν Γερμανό με ρίζες εβραϊκές;

Κάπως έτσι, κακά τα ψέματα, αντιμετωπίζουμε όποιους λένε για τον τόπο μας οτιδήποτε δεν συμφωνεί με όσα έχουμε ήδη γραμμένα στο μυαλό μας και κυρίως πάνω στον καθρέφτη μας. Είναι Γερμανοί; Μας χρωστάνε, γι’ αυτό μάς μισούν. Είναι Ρώσοι; Θέλουν να μονοπωλήσουν την Ορθοδοξία. Είναι Αγγλοι; Μας το φυλάνε για την Κύπρο. Είναι Αμερικάνοι; Μας ζηλεύουν, επειδή μόνο η δική μας αυτοκρατορία, του Μεγαλέξανδρου δηλαδή, είχε ιστορικό δικαίωμα στον εκπολιτισμό βαρβάρων. Είναι Εβραίοι; Μας πολεμούν επειδή τους σπάσαμε το μονοπώλιο του περιούσιου λαού. Είναι Πορτογάλοι; Ακόμα δεν χώνεψαν ότι τους πήραμε το Γιούρο μες στο σπίτι τους. Ετσι. ΄Η κάπως έτσι. Αντί να ψαχτούμε, να αναρωτηθούμε, αντί να αμφισβητήσουμε τις βεβαιότητές μας, βάζουμε εθνικό πρόσημο σε όσα λέγονται για την αφεντιά μας και αναλόγως τα βαθμολογούμε. Ενώ θα ’πρεπε να σκεφτούμε πως ίσως είναι ωφελιμότερη η σκληρή, ακόμα και η άδικη κριτική από την κολακεία, ότι δηλαδή καμιά φορά αυτοί που τους στολίζουμε σαν ανθέλληνες, μπορεί να έχουν σκεφτεί βαθύτερα για το τι είμαστε απ’ ό, τι κάποιοι απ’ όσους δοξάζονται σαν φιλέλληνες, οπότε ο λόγος τους έχει περισσότερο ζουμί, γλυκό ή πικρό αδιάφορο.

Ο συγγραφέας πάντως του κειμένου που παρέθεσα δεν είναι ανθέλληνας. Τουλάχιστον στον καιρό του δεν τιμωρήθηκε από τους παππούδες μας με τέτοιον χαρακτηρισμό. Ο Μέντελσον - Μπαρτόλντυ είναι. Οχι ο Φέλιξ, ο σπουδαίος συνθέτης, αλλά ο γιος του ο Καρλ (1838 - 1897), ιστορικός που επισκέφθηκε πολλές φορές την απελευθερωμένη Ελλάδα και υπήρξε ένας από τους πρώτους που μελέτησαν βαθιά την ιστορία της. Σπουδαιότερο έργο του η «Ελληνική ιστορία από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 από τους Τούρκους ώς την εποχή μας» · ένα τμήμα του, το σχετικό με την Επανάσταση, μεταφράστηκε το 1894 από τον Ηλία Οικονομόπουλο και εκδόθηκε δίτομο (από εκεί το απόσπασμα).

«Εις τούτο δε προ πάντων έγκειται η αξία της βαθείας των ελληνικών πραγμάτων γνώσεως», λέει ο Μέντλεσον - Μπαρτόλντυ, «ότι προφυλάττει ημάς όχι μόνον από την εξιδανίκευσιν του παρελθόντος αλλά και από την απελπισίαν από της σημερινής Ελλάδος. Κάποια αγαθή τις πρόνοια εμερίμνησεν, όπως αντί εντελούς καταστροφής, επέλθη μάλλον βραδεία τις ανάπτυξις, ης την πορείαν παρεκώλυσαν στοιχειώδη φυσικά συμβεβηκότα και πολιτική πίεσις. Η φυσική μίξις του αίματος δεν επήνεγκε πνευματικήν διαφθοράν, και η εθνικότης διετηρήθη παραδόξως αλώβητος βία [δοτική] πάσης καταστροφής. Νομίζει κανείς ότι βλέπει ξένα παραμεμορφωμένα πρόσωπα, διά του ασχήμου όμως προσωπείου διαφαίνεται ζωηρόν και ευδιάγνωστον το πυρ των αρχαίων οφθαλμών. Αντί λοιπόν να θρηνώμεν την κατάπτωσιν των νέων Ελλήνων, έχομεν εξ εναντίας απείρους λόγους να εκπληττώμεθα διά την αδιάφθορον ζωτικότητα αυτών και να θαυμάζωμεν μάλιστα, ότι δεν κατέπεσον ακόμη βαθύτερον ηθικώς και πολιτικώς». Ακου λόγια ο ανθέλλην.

πηγή: kathimerini.gr