Ο ΣΥΡΙΖΑ και η νέα μεταπολίτευση




Η χαρτογράφηση του "άλλου δρόμου"


Αμέσως μετά το αποτέλεσμα των εκλογών καταγράφηκε μία εκρηκτική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ στις δημοσκοπήσεις.
Παρά την ενορχηστρωμένη επίθεση από το πολιτικό και mediακό σύστημα, που είχε ρεπερτόριο από τις υποτιθέμενες «αντιφάσεις» στο λόγο των εκπροσώπων του σχήματος μέχρι  τον… κίνδυνο να «απαλλοτριωθούν» οι καταθέσεις μας στις τράπεζες από τον Στρατούλη (!), ο αριστερός σχηματισμός μοιάζει να κτίζει μία σχέση εμπιστοσύνης με τα «μεγάλα ακροατήρια».

Βασικότερος λόγος η ίδια η εκλογική καταγραφή, που ταυτίζεται με μια τεκτονική αλλαγή στο πολιτικό σύστημα,  των πολιτικών δυνάμεων το βράδυ της 6ης Μαΐου. Η εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ στα καρτελάκια των πρώτων exit polls τον καταχώρησε πλέον στο συλλογικό υποσυνείδητο ως το νέο πόλο κυβερνητικής εξουσίας, ως το νέο παίκτη στο μεταμημονιακό σκηνικό. Η εκλογική καταγραφή πολλαπλασιάζει την όποια δυναμική μπορεί να είχε ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ σε δημοσκοπήσεις, προσωπικές επαφές και συλλογικές προτιμήσεις. Τον κατέστησε πλέον ως συμβατό και θεμιτό φορέα πολιτικής εκπροσώπησης, μια νομιμοποιημένη επιλογή για τον ψηφοφόρο που απεγκλωβίζεται από τις παλιές (πλέον) πολιτικές εκπροσωπήσεις.

Η ίδια η επίθεση που υφίσταται ενισχύει το χαρακτήρα του ως κύριο αντίπαλο των μνημονιακών δυνάμεων (ΠΑΣΟΚ – ΝΔ) και του προσθέτει επιπλέον κύρος (όταν σε βρίζουν πολιτικά μεγέθη ενός Βενιζέλου, ενός Σαμαρά ή ενός Παπακωνσταντίνου πρέπει να τους στέλνεις ανθοδέσμες). Η διατυπωμένη σε όλους τους τόνους πρόθεση του σχήματος να διεκδικήσει την «κυβέρνηση της Αριστεράς» τον «αποδεσμεύει» από την παραδοσιακή τοποθέτηση (στο μυαλό των ψηφοφόρων) των αριστερών και κομμουνιστικών κομμάτων στο χώρο της «διαμαρτυρίας». Η προεκλογική δήλωση Παπαρήγα ότι «το ΚΚΕ δε μπαίνει σε κυβέρνηση γιατί χρειάζεται στην αντιπολίτευση» τοποθέτησε τη διαχωριστική γραμμή εντός των δύο χώρων: ο ΣΥΡΙΖΑ φιλοδοξεί, μιμούμενος αντίστοιχες δυνάμεις στη Λατινική Αμερική (Τσάβες, Μοράλες) να διεκδικήσει την «εδώ και τώρα» προώθηση ενός εναλλακτικού σχεδίου.

Ο πυκνός πολιτικός χρόνος δεν αφήνει πολλά περιθώρια κριτικής ανάλυσης. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί πολύ σύντομα να βρεθεί σε θέση η οποία θα του επιτρέπει την πραγματοποίηση του εναλλακτικού του σχεδίου. Υπάρχει όμως ένα τέτοιο σχέδιο; Πέρα από τα μακροπρόθεσμα (παραγωγική ανασυγκρότηση, αναδιανομή του πλούτου, αναπροσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής) υπάρχει κοστολογημένο πρόγραμμα για τα άμεσα (εθνικοποίηση των τραπεζών, βραχυπρόθεσμες ταμειακές ανάγκες, έλεγχο της ροής του χρήματος, δημιουργία δικτύων προστασίας των πιο αδύναμων στρωμάτων); Υπάρχει «plan Β» σε περίπτωση διάλυσης της ευρωζώνης ή εξόδου της Ελλάδας από αυτή;

Το σίγουρο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει ικανά στελέχη και επιστήμονες (και αξιόλογους οικονομολόγους κυρίως), ενεργούς πολίτες και συνδικαλιστές. Προσπαθεί επίσης να καλλιεργήσει (και πρέπει να το κάνει) αμφίδρομη σχέση με του πολίτες και τους κοινωνικούς φορείς έχοντας συνειδητοποιήσει ότι κανένα πρόγραμμα δεν «υλοποιείται» χωρίς κοινωνική γείωση και λαϊκή συμμετοχή. Επιχειρεί να «ξεριζώσει» από τις πρακτικές των ανθρώπων  τη λογική της ανάθεσης και να  τους φέρει στο προσκήνιο. Και μια τέτοια λογική, συμβατή με τις αξίες της Αριστεράς και της δημοκρατίας, πρέπει να συνοδευτεί από μια σκιαγράφηση των κοινωνικών δυνάμεων στις οποίες θα στηριχθεί το αντιπαραθετικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ (πέραν των όποιων πολιτικών συμμαχιών). Ένα ηγεμονικό, με γκραμσιανούς όρους, σχέδιο, που πρέπει να δρομολογηθεί πολύ ταχύτερα απ’ ότι θα περίμεναν οι υπερασπιστές του.

Στη συγκυρία που βρισκόμαστε, μένει στη Ριζοσπαστική Αριστερά να αποδείξει ότι ο «άλλος δρόμος», που θα έρθει σε ρήξη με τα ευρωπαϊκά και εγχώρια μεγάλα συμφέροντα, είναι εφικτός με τους υπάρχοντες κοινωνικούς συσχετισμούς. Σε ένα πράγμα έχει αποδεδειγμένα δίκιο: δεν υπάρχουν μονόδρομοι. Οι υπαναχωρήσεις των ελίτ (από τον Τσαρλς Νταλάρα μέχρι τους εκπροσώπους των μνημονιακών κομμάτων) σχετικά με την ανάγκη τήρησης των προγραμμάτων λιτότητας, δείχνει ότι η εναλλακτική (η μη) πορεία είναι πρωτίστως  ζήτημα πολιτικής. Ας περπατήσουμε, λοιπόν, ανάποδα!