Η τραγωδία της αυτοδικίας

 του Νίκου Κωνσταντάρα

Η αυτοδικία που εξαπλώνεται στην Ελλάδα είναι μια κατάρα που αυτός ο τόπος κουβαλάει εδώ και αιώνες, από βεντέτες ορεσίβιων σε χουλιγκανισμούς στα γήπεδα και την πολιτική· είναι σύμπτωμα μιας κοινωνίας που δεν εμπιστεύεται τους θεσμούς και μια προειδοποίηση για το τι θα ακολουθήσει αν συνεχίσουμε να αντιδικούμε μεταξύ μας χωρίς συμβιβασμούς και συνεργασία. Ενώ οδεύουμε προς εκλογές λόγω της αδυναμίας συνεννόησης των κομμάτων, αυξάνονται ταχύτατα οι εντάσεις μεταξύ μας και οι επιπτώσεις τους στην καθημερινότητα. Τα κρούσματα βίας, όμως, δεν είναι μόνο το ξέσπασμα μιας κοινωνίας που αναγκάζεται να αυτοσχεδιάσει σε πολλά επίπεδα -συμπεριλαμβανομένου και αυτού της ασφάλειας- αλλά και η έκφραση μιας συγκρουσιακής κουλτούρας στην πολιτική και στην κοινωνία. Σπείραμε ανέμους και θερίζουμε θύελλες.


Η έκρηξη εκδηλώνεται με πολλές μορφές - από την αδυναμία του χρυσαυγίτη Ηλία Κασιδιάρη να συγκρατήσει τη βία του σε τηλεοπτική εκπομπή, στους νοικοκυραίους που θέλουν να προστατέψουν τις περιουσίες τους, σε οργανωμένες συμμορίες νεο-ναζί, αντιεξουσιαστών «μπαχαλάκηδων» και χουλιγκάνων «φιλάθλων» που δέρνουν όποιον θέλουν - από μετανάστες έως πολιτικούς αντιπάλους. Ως φόντο, εδώ και χρόνια έχουμε τους καθημερινούς διαπληκτισμούς στα τηλεοπτικά παράθυρα, καθώς και τις ατελείωτες παραστάσεις βίας μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομικών στην καρδιά της Αθήνας και στα γήπεδα της χώρας.

Τι συμβαίνει, όμως, και διάφορες ομάδες πολιτών πιστεύουν ότι μπορούν να αμφισβητούν το μονοπώλιο του κράτους στη νόμιμη βία, ότι αυτοί έχουν το δικαίωμα να τρομοκρατούν, να χτυπούν, να σκοτώνουν και να μη λογοδοτούν; Είναι γνωστή η αδυναμία των θεσμών, πώς όλες οι αρχές υπονομεύθηκαν από τους πολιτικούς από τη γέννηση του ελληνικού κράτους - σε σημείο που δεν μπορούμε να διακρίνουμε αν οι θεσμοί φταίνε για τη συμπεριφορά των πολιτών ή αν οι πολίτες δεν επιτρέπουν την επιβολή της νομιμότητας ώστε να μπορούν να αυθαιρετούν.

Ισως η αδυναμία να υπακούσουμε στους νόμους πηγάζει από τη δομή της κοινωνίας μας εδώ και πολλούς αιώνες. Σε αντίθεση με πολλές άλλες κοινωνίες, οι Ελληνες δεν «μοιράστηκαν» σε τάξεις, οι οποίες καθόριζαν τη ζωή των μελών τους και απαγόρευαν την προσωπική ανέλιξη του καθενός. Τα χωριά σε δύσβατες περιοχές, η προοπτική του μπάρκου και η φυγή στη θάλασσα, η μετανάστευση και το εμπόριο, καθώς και η παρανομία επέτρεπαν στον κάθε νέο να πιστεύει ότι μπορούσε να ξεφύγει από τη φτώχεια ή και από την ξένη κατοχή. Ετσι δημιουργήθηκε ένα πνεύμα αντισυμβατικό, ατίθασο και ικανό να προσαρμόζεται στις πιο δύσκολες συνθήκες.

Οταν ο Ελληνας βρίσκεται σε έδαφος όπου μπορεί να εργαστεί απρόσκοπτα, σε κοινωνία με δομές και θεσμούς, χωρίς να χρειάζεται να αντιδικεί συνέχεια με τον διπλανό του, είναι ασυναγώνιστος. Οταν αισθάνεται ότι απειλείται, θα επιλέξει είτε τη διαφυγή είτε να οργανωθεί για να δώσει τη μάχη. Στην Ελλάδα σήμερα, κατέρρευσε το κέντρο και απουσιάζει η αίσθηση ότι υπάρχει μια πολιτική και κρατική οντότητα που μπορεί να προσφέρει ασφάλεια στους πολίτες. Επειδή αισθάνονται εξαπατημένοι, στερημένοι και αδικημένοι, όλο και περισσότεροι στρέφονται προς τα άκρα, τα οποία, έχοντας ενισχυθεί ήδη από τη μακρόχρονη ανοχή και αδιαφορία του κράτους, δρουν βίαια χωρίς αναστολές. Η απογοήτευση από τα πρώην «κόμματα εξουσίας» σημαίνει ότι δεν υπάρχει πλέον το ιδανικό του πολιτικού ο οποίος θα έλυνε όλα τα προβλήματα των ψηφοφόρων του.

Είναι φανερό ότι δεν σεβόμαστε ο ένας τον άλλον, δεν φοβόμαστε να συγκρουόμαστε χωρίς να λογαριάζουμε τις συνέπειες. Πολλοί δεν φοβούνται να παρανομήσουν σε βάρος του άλλου, φοβούνται μόνο την τιμωρία. Οταν αισθανόμαστε ότι κινδυνεύουμε, αντιδρούμε και δεν φοβόμαστε ούτε την τιμωρία. Μέσα στην αυξανόμενη λεκτική βία της πολιτικής αντιπαράθεσης, που συνδέεται με την πολιτική παράλυση, πολλοί πολίτες αισθάνονται απροστάτευτοι μέσα στην κρίση. Αυτό εντείνει την ανάγκη να παραδοθούμε σε αυτούς που κρύβουν την αλήθεια, που δημιουργούν ψεύτικους εχθρούς και προσφέρουν ψεύτικες ελπίδες. Οι πολίτες δεν μπορούν να συμβάλουν στη σωτηρία της χώρας όταν δεν ξέρουν ποιον να εμπιστευτούν και στρέφονται σε αυτούς που εμπορεύονται την ελπίδα. Οταν, όμως, μια κοινωνία παραδίδεται στην απελπισία και την οργή, οι πολίτες δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, οι πολιτικοί θα διαιωνίζουν τις συγκρούσεις, και οι ξένοι εταίροι θα κοιτάζουν απλώς, από απόσταση ασφαλείας.

πηγή: kathimerini.gr