Πως να ανακαταλάβετε ένα Σαββατόβραδο

της Αντιγόνης Ευστρατόγλου


Η επικαιρότητα, ιδίως η σκληρή επικαιρότητα, που αφορά τις επείγουσες ανάγκες των ανθρώπων, πρέπει πάντα να είναι στο μυαλό ενός δημοσιογράφου, ή μάλλον ενός που γράφει δημόσια γενικώς, μια και η δημοσιογραφία σε λίγο δε θα περιγράφει τόσο ένα επάγγελμα, όσο μία υπόσχεση- κάπως έτσι δεν ονομάστηκαν κάποτε όλα τα επαγγέλματα, επαγγέλματα;

Έτσι μας έλεγαν στη σχολή. Η επικαιρότητα είναι πάνω απ’ όλα.

Με όλα όσα συνέβησαν τον μήνα που πέρασε έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι μήπως τελικά υπάρχει ένα όριο απορρόφησης πληροφοριών που αφορούν την επικαιρότητα- πέρα από το οποίο οι πληροφορίες είναι πλέον άχρηστες και κανείς πρέπει να σκεφτεί πως θα αντιμετωπίσει την κατάσταση, σε εντελώς προσωπικό επίπεδο, ή απλά να κάνει μια βουτιά εκτός επικαιρότητας...

Ως δημοσίως γράφουσα, λοιπόν, σήμερα προτείνω σε όλους μας να κάνουμε μία τέτοια βουτιά. Είναι Σαββατόβραδο και αυτό επίσης είναι μία κοινωνική κατάκτηση.

Πριν λίγες μέρες βρέθηκα στο Εμπρός, που είναι κατειλημμένο εδώ και δύο εβδομάδες από την Κίνηση Μαβίλη, ένα συνασπισμό θεατρικών ομάδων, που δεσμεύτηκε να το διεκδικήσει με το έτσι θέλω από την αποκλειστική διάθεση του Υπουργείου Πολιτισμού και να το λειτουργήσει με ίδια μέσα, χωρίς καμία μα καμία χρηματική ανταλλαγή.

Επί 12 μέρες έγιναν ένα σωρό πράγματα στο Εμπρός. Συζητήσεις, ανοιχτές πρόβες, προβολές και μία απίστευτη παρουσίαση-περφόρμανς του Δημήτρη Παπαϊωάννου, ο οποίος μοιράστηκε το βράδυ της Τρίτης με ένα κοινό που με το ζόρι χωρούσε στην αίθουσα, γεμίζοντας ακόμα και την άλλοτε αυστηρά περιχαρακωμένη από την αστική καταγωγή της σκηνή, το προσωπικό του αρχείο από την παράσταση «Σαπφώ», που πρωτοπαρουσιάστηκε πριν 20 σχεδόν χρόνια σε μία άλλη ανάλογη κατάληψη.


Η παρουσίαση του Παπαϊωάννου ήταν πραγματικά μία ευκαιρία να ξεχάσω τι συνέβαινε εκτός της αίθουσας- πως ζούσε η πόλη και η χώρα την καθημερινότητά της. Όχι μόνο επειδή ήταν καταπληκτικός, όχι μόνο γιατί όλη η παράσταση, που δε βρήκα πουθενά ίχνος της, όσο και αν έψαξα, ακολουθεί ένα βασανιστικό slow motion, που έκανα περίπου ένα μισάωρο να συνηθίσω, αλλά γιατί ο Παπαϊωάννου την παρουσίασε παράλληλα με τα όσα συνέβαιναν την εποχή που ανέβηκε- αρχές του ’90.

Οι σκηνές από την παράσταση, που απαιτούσαν εντατική προσοχή- ο Παπαϊωάννου σχολίασε μια δυο φορές την απόλυτη ησυχία που υπήρχε στην αίθουσα: «Κάπως έτσι», είπε, «έκαναν και τότε- φοβούνταν να κουνηθούν, μη και σπάσει η ησυχία», διακόπτονταν, για τους σκοπούς της παρουσίασης, από highlights της εποχής.

Μια διαφήμιση του Υπουργείου Οικονομικών που προσπαθούσε από τότε ακόμα να πείσει τον φορολογούμενο να ζητάει απoδείξεις αν θέλει να πάψει κάποτε να τραβάει κουπί πληρώνοντας τα βάρη των άλλων. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι σύγχρονη- το μότο της είναι αξεπέραστο: «Αγαπάς την Ελλάδα; Απόδειξη».

Μαγνητοσκοπημένος ο Καραμανλής δακρύζει υπέρ της ελληνικότητας της Μακεδονίας. Η Πατουλίδου κερδίζει τους Ολυμπιακούς- το ίδιο και ο Βορειοηπειρώτης Πύρρος Δήμας. Εδώ δακρύζουν όλοι.

Η Κωνσταντίνα τραγουδάει "Όλοι οι καιροί σκύβουν πάνω από τον Παρθενώνα. Μες στους αιώνες τα μάρμαρα ακόμα σκοπούς τραγουδούν" και η Ρίτα Σακελλαρίου τον πάντα αξεπέραστο στίχο «Επιτροπές κι επιτροπές και στις ειδήσεις νέα μέτρα. Όμως εμείς, ρεαλιστές, κάνουμε αντίσταση τις νύχτες μες στα κέντρα. Με ουίσκι, τσιφτετέλια και λουλουδοπόλεμο και να γίνεται η πίστα σαν Ιράκ εμπόλεμο».

Εικόνες 20 χρονών, εικόνες σαν σήμερα.

Κάθε φορά που επιστρέφαμε στα αποσπάσματα της παράστασης η ταχύτητα μου φαινόταν όλο και πιο κανονική σε σχέση με αυτή των αποσπασμάτων, αν και ο Παπαϊωάννου έλεγε- «και η ποιήτρια πάει όλο και πιο αργά».

Δεν πάει αργά, είπα μέσα μου, η ποιήτρια. Η τηλεόραση τρέχει. Έτρεχε πάντα, με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, όπως οι ειδήσεις της επικαιρότητας και το πλήθος των όρων που καλούμαστε να αποστηθίσουμε, μπαίνοντας έτσι στη δημόσια συζήτηση όλο και πιο ριγμένοι.

Σήμερα, Σάββατο βράδυ θα βγω. Θα περάσω και από το Εμπρός που αυτές τις μέρες αναζητά ένα νέο σχήμα λειτουργίας. Η Κίνηση Μαβίλη αξίζει, όπως κάθε ομάδα που αντί να γκρινιάζει για τα χάλια των άλλων παίρνει την κατάσταση στα χέρια της, όχι μόνο τη συμμετοχή μας αλλά και την πίστη μας σε μία πραγματικότητα που μπορούμε να δημιουργήσουμε και μετά απλά να πηδήξουμε μέσα.

Ποτέ δεν υπήρχαν, άλλωστε, τόσες ευκαιρίες να σπαταλήσουμε χρόνο.