Όπως Αργεντινή...
του Ρούσσου Βρανά (από Τα Νέα)
Αυτή τη φορά έρχεται η σειρά των Ιταλών να το διαπιστώσουν, λέει ο Οράσιο Βερμπίτσκι, διευθυντής του Κέντρου Νομικών και Κοινωνικών Μελετών του Μπουένος Αϊρες, καθώς η νέα ιταλική κυβέρνηση ξηλώνει το άρθρο 18 που εδώ και πολλές δεκαετίες κατοχύρωνε τα εργασιακά δικαιώματά τους.
Το ίδιο ακριβώς είχε κάνει και η κυβέρνηση Μένεμ στην Αργεντινή πριν από 20 χρόνια, βάζοντας χέρι σε κοινωνικές κατακτήσεις που δεν είχε τολμήσει να θίξει ούτε η δικτατορία του Βιντέλα. Η αποσταθεροποίηση της αγοράς εργασίας, η νομιμοποίηση της προσωρινής εργασίας, η μείωση των μισθών και η κατάργηση των κοινωνικών επιδομάτων περιόρισαν το εργατικό κόστος και αύξησαν τα κέρδη των επιχειρήσεων. Το συνταξιοδοτικό σύστημα ιδιωτικοποιήθηκε και η διαχείρισή του πέρασε στις τράπεζες.
Οπως επισημαίνει ο Οράσιο Βερμπίτσκι, η κυβέρνηση Μένεμ ήλπιζε πως έτσι η χώρα θα περνούσε από τον τρίτο στον πρώτο κόσμο, υλοποιώντας επιτέλους μια παλιά εμμονή του αργεντινού κατεστημένου. «Ομως συνέβη ακριβώς το αντίθετο», λέει ο Βερμπίτσκι. «Αντί να αυξηθεί η παραγωγικότητα, ο βιομηχανικός τομέας μπήκε σε βαθιά κρίση. Το κλείσιμο πολλών παραγωγικών βιομηχανιών, που δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις φτηνές εισαγωγές, αύξησε την ανεργία σε πρωτοφανή επίπεδα για τη χώρα. Και όταν πια ο Φερνάντο ντε λα Ρούα διαδέχτηκε τον Μένεμ και ανέθεσε τη σωτηρία της χώρας στον τεχνοκράτη υπουργό Οικονομικών Ντομίνγκο Καβάλιο, η οικονομία της είχε καταρρεύσει. Η ανεργία άγγιζε το 25%, οι τράπεζες έβαζαν χέρι στις καταθέσεις των πολιτών, οι πλούσιοι έβγαζαν τα λεφτά τους στο εξωτερικό, οι τραπεζίτες έστελναν τον λογαριασμό στους πελάτες τους και οι εργαζόμενοι που απολύονταν δεν μπορούσαν πια να πληρώνουν τις εισφορές στα ταμεία τους. Περίπου τρία εκατομμύρια εργαζόμενοι που είχαν φτάσει σε συντάξιμη ηλικία έμειναν τότε χωρίς δουλειά και χωρίς σύνταξη».
Μετά τη χρεοκοπία της χώρας, οι κυβερνήσεις του Νέστορ Κίρσνερ και της χήρας του ακολούθησαν την αντίθετη ακριβώς πολιτική, αναστρέφοντας τις εγκληματικές μεταρρυθμίσεις: τα εργασιακά δικαιώματα αποκαταστάθηκαν, οι συντάξεις που είχαν παγώσει αυξήθηκαν πάνω από τον πληθωρισμό, το συνταξιοδοτικό σύστημα ξανάγινε δημόσιο και εντάχθηκαν σε αυτό όσοι εργαζόμενοι είχαν αποκλειστεί από τον κόσμο της εργασίας. Πριν από μία δεκαετία, μόνο οι μισοί από τους εργαζομένους που έφταναν σε συντάξιμη ηλικία κατόρθωναν να πάρουν σύνταξη. Σήμερα παίρνουν σε ποσοστό άνω του 90%. Οι μισθοί είναι οι υψηλότεροι στη Λατινική Αμερική, αλλά το μοναδιαίο κόστος εργασίας είναι κατώτερο του 2001 και έχουν αυξηθεί η παραγωγικότητα και η κερδοφορία των επιχειρήσεων.
Τι επιβεβαιώνουν όλα αυτά; Αυτό ακριβώς που γνωρίζουν όλες οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη, αλλά που είναι τόσο «δεσμευμένες» που καμιά τους δεν τολμάει να το κάνει: πως εκείνο που ενθαρρύνει πραγματικά τις επενδύσεις και αυξάνει την παραγωγικότητα δεν είναι η ασφυκτική λιτότητα (αυτή ευνοεί μόνο την ολιγαρχία του χρήματος), αλλά οι αυξήσεις των μισθών των εργαζομένων.