Γ.Ρούσης: «Αριστερά και η σχέση στρατηγικής και τακτικής»
«Μια από τις πλέον σημαντικές αδυναμίες των δυο βασικών συνιστωσών της Αριστεράς, δηλαδή του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ είναι η μη σύνδεση της στρατηγικής με την τακτική. Και αυτό το κρίσιμο για την έκβαση του ιδιόμορφου πολέμου στον οποίο έχουμε εμπλακεί κενό, παρά τις όποιες αδυναμίες της έρχεται να το καλύψει με τη μεγαλύτερη δυνατή συνέπεια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Πιο συγκεκριμένα το ΚΚΕ, αν και ακόμη συχνά υπό τον αδόκιμο όρο της λαϊκής οικονομίας, ή εξουσίας, διακηρύσσει ότι στοχεύει στον σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
Μπορεί κάποιος να διαφωνεί με το περιεχόμενο το οποίο φαίνεται να προσδίδει σε αυτόν το σοσιαλισμό, στο βαθμό που τον εκλαμβάνει ως μια επιστροφή στον «υπαρκτό» και δη στις πλέον σκοτεινές περιόδους του, μπορεί ακόμη ορισμένοι να υιοθετούν την άποψη ότι η επίκληση στον σοσιαλισμό γίνεται προσχηματικά για να αποφεύγει έτσι την όποια συνεργασία με δυνάμεις που δεν στοχεύουν σε αυτόν, ή στοχεύουν σε ένα διαφορετικό σοσιαλισμό , παρόλα αυτά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι το ΚΚΕ τον θέτει ως στρατηγικό του στόχο.
Το ζήτημα είναι ότι ανάμεσα σε αυτόν τον στόχο, ο οποίος για λόγους μάλλον υποκειμενικούς δεν διαφαίνεται να είναι άμεσα επιτεύξιμος και το τώρα, υπάρχει ένα κενό. Αυτό το κενό σε αντίθεση από το πρόγραμμα του, στο οποίο γίνεται λόγος για τη δυνατότητα ενός ακόμη και κυβερνητικού πολιτικού Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Μετώπου, το σημερινό ΚΚΕ το καλύπτει με μια μηδενιστική καταστροφολογία και μια παράλληλη προτροπή σε ταξική αγωνιστική δραστηριοποίηση. Και αυτά σε αντιπαράθεση με μια πρόταση ενός άμεσου αντικαπιταλιστικού αντιιμπεριαλιστκού προγράμματος το οποίο και θα διευκόλυνε την επαναστατική μετάβαση στο σοσιαλισμό. Αυτό το κενό είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που ένας κόσμος του ΚΚΕ στρέφεται σε άλλες δυνάμεις οι οποίες έστω και φαινομενικά το καλύπτουν .
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ όπως αποδεικνύεται από το πρόσφατο πρόγραμμα του, αλλά και από τις δημόσιες τοποθετήσεις των στελεχών του αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι την αναφορά στο σοσιαλισμό, όπως άλλωστε αποφεύγει την όποια αναφορά στην αναγκαία για τη λήψη του όποιου φιλολαϊκού μέτρου στήριξη στο λαϊκό κίνημα.
Στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επιλέξει την κλασική ρεφορμιστική αρχή «η κίνηση είναι το παν, ο σκοπός δεν είναι τίποτα». Το χειρότερο όμως είναι ότι ακόμη και αυτός ο τακτικισμός, έχει πλήρως υποταχθεί στην πανταχόθεν και παντοιοτρόπως, οπορτουνιστική - για να θυμηθούμε την παλιά αξεπέραστα δόκιμη ορολογία- άγρα ψήφων, η οποία και έχει αναχθεί σε αυτοσκοπό.
Έτσι αντί της αναγκαίας σύγκρουσης και ρήξης με τις υπεύθυνες για την κρίση δυνάμεις και τους διεθνείς πολιτικούς τους εκπροσώπους, επιδιώκεται η διαπραγμάτευση μαζί τους και μάλιστα στη βάση της λογικής να τις πείσουμε για το κοινό μας καλό να αποδεχτούν τις προτάσεις μας. Πρόκειται για κλασική περίπτωση ανέφικτου ταξικού συμβιβασμού, και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο, όμοιου με εκείνο που είχε προαναγγείλει ο υπουργός εργασίας Λάσκαρης της ΝΔ, όταν έκανε λόγο για τέλος της πάλης των τάξεων.
Και το ίδιο συμβαίνει και στο εσωτερικό όπου η πρόταση για αριστερή κυβέρνηση, όλο και περισσότερο μετακινείται σε πρόταση για κυβέρνηση ευρύτερης από την αριστερά πολιτικής αποδοχής, που χωρά και τον Καμένο αλλά και το ΠΑΣΟΚ, ενώ κοινωνικά θα μπορεί να στηρίζεται και σε τμήματα της αστικής τάξης.
Ο ίδιος τακτικισμός, στη βάση και της προηγούμενης συλλογιστικής, οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ στην υποστήριξη της θέσης ότι είναι δυνατόν να εξανθρωπίσει εκ των έσω, ή έστω να μετατρέψει σε φιλόπτωχο ταμείο, έναν κατεξοχήν ιμπεριαλιστικό μηχανισμό όπως η ΕΕ, ή ακόμη να μετατρέψει ένα αντιδραστικό πολιτικό εργαλείο, όπως το ευρώ σε εργαλείο προόδου και ανάπτυξης υπέρ των λαών.
Και αντί να προβάλει ευθαρσώς το σύνθημα των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης, οι οποίες μπορεί να υλοποιηθούν με την κοινή πάλη των ευρωπαϊκών λαών, αντί να προβάλλει τον προλεταριακό διεθνισμό και μια άμεση αντιιμπεριαλιστική αντικαπιταλιστική λύση στην Ευρώπη, υποστηρίζει τον προοδευτικό μετασχηματισμό της ίδιας της ΕΕ, σε συνεργασία με τους καλύτερους εφαρμοστές της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, τους διεθνείς Πασόκους, οι οποίοι και αποτελούν ισχνή μειοψηφία σε επίπεδο ΕΕ.
Τέλος στο όνομα της δίχως αρχές ψηφοθηρίας, ο ΣΥΡΙΖΑ υποχωρεί σε καθημερινή, αν όχι σε ωριαία βάση, και φτάνει στο σημείο να μοιράζει εύσημα στον Αττικάρχη για τη στάση του το 2008, να δηλώνει ότι «η ελληνική αστυνομία πρέπει να παραμείνει ένα δημοκρατικό σώμα» , να εμφανίζεται ως ο καλύτερος υποστηριχτής του ευρώ και της ΕΕ, και σε αυτήν τη βάση να επιδιώκει να αποσπάσει από τους πρέσβεις των G20 τα πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης, που καθώς φαίνεται είναι απαραίτητα για την πρόσβαση στην κυβερνητική εξουσία..…..
Σε αντίθεση με τις παραπάνω δυνάμεις, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τη μια προβάλει μια περισσότερο εφικτή από ποτέ, σοσιαλιστική προοπτική, που αντλεί την ποίηση της από το μέλλον και όχι από το παρελθόν, ταυτόχρονα όμως προτείνει ένα άμεσο αντικαπιταλιστικό-αντιιμπεριαλιστικό πρόγραμμα, διεξόδου από την κρίση, το οποίο μπορεί να διεκδικήσει αγωνιστικά ένα μετωπικό μαζικό λαϊκό κίνημα.
Και αυτή η πρόταση, η οποία ενισχύεται με την ψήφο στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει βασικό άξονα γύρω από τον οποίο καλούνται να συνεργαστούν πέρα από αυτήν δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, του ΚΚΕ, του Μετώπου Ανατροπής και Αλληλεγγύης, ανένταχτοι αριστεροί, αντικαπιταλιστικές δυνάμεις που επενδύουν σήμερα τις ελπίδες τους στον ΣΥΡΙΖΑ».