Ο «μεσαίος χώρος» μυρίζει φασισμό

   
 Οι ακραίοι του «Κέντρου»:

Η ρητορική της Εξουσίας (το παράδειγμα της 5ης Απριλίου του 3ου έτους μ.Μ*).





1. Καψής

Η έντονη φόρτιση από το συγκλονιστικό περιστατικό της αυτοκτονίας του Δημήτρη Χριστούλα εμποδίζει τις νηφάλιες εκτιμήσεις.  Στερεύει τη σκέψη και την κρίση. Η ερμηνεία  του γεγονότος, οι συμβολισμοί που θα αναδυθούν στο δημόσιο λόγο, είναι ένα σημείο που η Εξουσία (νομίζει ότι)  υπερέχει. Έχει τα μέσα και την ετοιμότητα ή καλύτερα τον κυνισμό, να φωτίσει το γεγονός από την οπτική της.

Σύντομη και περιεκτική η αποσαφήνιση αυτής της οπτικής από τον Υπεύθυνο Προπαγάνδας των ηθικών αυτουργών της αυτοκτονίας, Παντελή Καψή: «Δεν έχω κανένα σχόλιο και  δε νομίζω ότι προσφέρεται να μπει στην πολιτική συζήτηση αυτή η ιστορία». Η κοινότυπη εισαγωγή, «no comment», προετοιμάζει το προσβλητικό για τον ίδιο τον αυτόχειρα σχόλιο: «δεν χρειάζεται πολιτική συζήτηση». Ελάχιστο χρόνο από την πολιτική πράξη, από την τεκμηρίωση της, έρχεται η από-πολιτικοποίηση, η αφαίρεση του νοήματος και η τοποθέτηση της πράξης στο πεδίο των ψυχολογικών αιτιών, των προσωπικών αδιεξόδων. Μια  ακύρωση που τελικά εκθέτει τους εκφραστές της (εδώ τον υβριστικό Καψή) όταν η διάχυση του μηνύματος του «77χρονου αυτόχειρα» έχει καταστήσει σαφή τον χαρακτήρα της πράξης του. Τέτοια αντανακλαστικά  μόνο μια ωμή Εξουσία δείχνει. Μια Εξουσία χωρίς, έστω, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.

2. Καμίνης

Η ίδια Εξουσία, ακραία ως προς τη βία που ασκεί στην κοινωνική πλειοψηφία, τοποθετεί, με περίσσιο πάλι κυνισμό, τον εαυτό της στο… Κέντρο.  Για τον δήμαρχο της Αθήνας, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η Χρυσή Αυγή είναι, σε πολιτικό επίπεδο όμοιες δυνάμεις, τα λεγόμενα άκρα. Έτσι τουλάχιστον είπε σε σημερινή συνέντευξη στη ΝΕΤ κάνοντας το δημοσιογράφο Κώστα Αρβανίτη να αναρωτιέται αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μαχαιρώνει μετανάστες και δοξολογεί το Χίτλερ. Ανιστόρητος και αμετροεπής, ο Καμίνης ακυρώνει, κατ’ αντιστοιχία με τον Καψή, την πολιτική περιορίζοντάς της στην, ενδεδυμένη το μανδύα της ουδετερότητας, διαχείριση της εξουσίας που ασκεί ο ίδιος και οι όμοιοί του. Όλα τα υπόλοιπα είναι «άκρα». Εξισώνει, τραβώντας στα ακραία όρια της αυτή την «εκσυγρονιστική» ανάλυση,  μια δύναμη (την Αριστερά σε όλα τα ρεύματά της) που ιστορικά έχει δώσει αγώνα κατά του φασισμού, έχει συγκροτήσει ακόμα και πολιτικές ταυτότητες στη βάση της αντίθεσης στο ρατσισμό και τον εθνικισμό, με τους νοσταλγούς των Waffen SS.  Ας αναλογιστεί τις ιδεολογικές συνέπειες της οξυδερκούς του ανάλυσης…


0. Η απολιτίκ βαρβαρότητα

Η ερμηνεία των εκπροσώπων της εξουσίας πηγάζει, όχι τόσο από έναν πολιτικό παχυδερμισμό (που είναι εύκολα εντοπίσιμος και προκαλεί την αποδοκιμασία των πολιτών προς τις πολιτικές ελίτ), όσο από το ιδεολογικό σχήμα του «μεσαίου χώρου». Αυτό το επικοινωνιακό εφεύρημα, που έδωσε το στίγμα της  πολιτικής ενοποίησης των δύο μεγάλων πόλων του συστήματος εξουσίας («κεντρο – Αριστερά» και «κεντρο – Δεξιά»).
Δύο από τα πυρηνικά χαρακτηριστικά του ιδεολογήματος (το οποίο είχε υλικά και απτά αποτελέσματα στον τρόπο διαχείρισης της εξουσίας από το δικομματισμό ή πλέον το Ενιαίο Κόμμα των Αγορών) είναι:

 α) η αποιδεολογικοποίση (που μπορεί να φτάσει μέχρι το διορισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών), δηλαδή η επιχείρηση απόκρυψης του χαρακτήρα της δημοκρατικής διαδικασίας ως σύγκρουσης διαφορετικών προσεγγίσεων και συμφερόντων, για χάρη της υπερίσχυσης ενός ουδετεροποιημένου «κυβερνητισμού» (η λογική του μονόδρομου). Είδαμε το παράδειγμα του Καψή.

β) η συνδυασμένη με την από-ιδεολογικοποίηση, επένδυση των πολιτικών αποφάσεων με ένα απολιτίκ και μετριοπαθές ένδυμα που «απειλείται» από τα «άκρα». Η μόνη ασφαλής δίοδος για να μην πέσουμε στα «άκρα» είναι ο μονόδρομος της νεοφιλελεύθερης εξαγρίωσης.

Αν η θεώρηση περί συγκλίσεων στο περίφημο Κέντρο είχε μια αναλυτική αξία στις εποχές που οι Αγορές επέτρεπαν την ικανοποίηση κάποιων κοινωνικών αιτημάτων (μέσω της διατήρησης στην Ευρώπη του Κοινωνικού Κράτους), τώρα αποτελεί καρικατούρα για όσους παρακολουθούν τις πρακτικές της Εξουσίας. Τι είδους μετριοπάθεια συνιστά, αλήθεια, ο περιορισμός των διαδηλώσεων (Καμίνης), η κατασκευή στρατοπέδων συγκέντρωσης, η δολοφονική καταστολή και  η ακροδεξιά ρητορική που μολύνει τη δημόσια σφαίρα; Που πήγαν οι δημοκρατικές ευαισθησίες των φιλελεύθερων (εκσυγρονιστών και άλλων); ΄

Από ποιο σημείο της πολιτικής κλίμακας μιλάει ο Καμίνης για άκρα, όταν ο ίδιος αδιαφορεί για την αστυνομική βία (την οποία στηλίτευε ως Συνήγορος του Πολίτη) και πρωτοστατεί στην αντιμεταναστευτική δημαγωγία; Σε ποιο προοδευτικό σύμπαν κατοικεί ο συνδαιτυμόνας των κέντρων εξουσίας και πλούτου, Καψής όταν διαστρεβλώνει μια μελετημένη πολιτική πράξη ως σύγχρονος Γκαίμπελς (σε αντίστοιχο μάλιστα ρόλο); Αν δεν έχουν απαντήσεις, ας συγκρίνουν τον πολιτικό τους λόγο με αυτόν του μελλοντικού τους συναδέλφου, του «κυρίου» Μιχαλολιάκου. Αυτός και η παρέα του είναι τουλάχιστον πιο ειλικρινείς….

* μετά το Μνημόνιο