Το σύμβολο

του Γιάννη Καρτάλη

Συνέβη και αυτό. Η Ελλάδα κατόρθωσε να καταστεί διεθνώς το σύμβολο μιας αποτυχημένης χώρας (a failed state, όπως είναι ο αγγλοσαξονικός όρος) και το παράδειγμα προς αποφυγήν όχι μόνο για την Ευρώπη, αλλά και για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ετσι, μετά τις γνωστές αρνητικές δηλώσεις του Νικολά Σαρκοζί, του Μάριο Μόντι, του Πέντρο Κοέλιο και πολλών άλλων στο γνωστό μοτίβο ότι «δεν θα γίνουμε σαν την Ελλάδα», ήλθε τώρα να προστεθεί και η φωνή του υποψηφίου προέδρου των Ρεπουμπλικανών Μιτ Ρόμνεϊ, ο οποίος αναφερόμενος στον αντίπαλό του είπε: «Μην περιμένετε να δείτε τον Ομπάμα να στέκεται μπροστά σε ελληνικού ρυθμού κίονες (όπως είχε κάνει στην προηγούμενη προεκλογική του εκστρατεία), γιατί δεν θέλει να θυμίζει σε κανέναν την Ελλάδα». Πέρα όμως από το αμφιβόλου ποιότητος χιούμορ του νεοπαγούς αμερικανού πολιτικού, παραμένει το γεγονός ότι η χώρα μας έχει πλέον καταντήσει ο περίγελος ολόκληρου του κόσμου και το ερώτημα είναι τι άλλο μας περιμένει αν όπως όλα δείχνουν μετά τις εκλογές επικρατήσει ακυβερνησία.

Το θλιβερό σε όλη αυτή την ιστορία είναι ότι ο πολιτικός κόσμος με τα όσα λέει και τα όσα πράττει κατά τη διάρκεια αυτής της περίεργης προεκλογικής εκστρατείας δεν φαίνεται να έχει αντιληφθεί τη δεινή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα και τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την επικράτηση ενός κλίματος πολιτικής αστάθειας. Ευτυχώς (μέχρι στιγμής τουλάχιστον) τα ευαίσθητα θέματα της εξωτερικής πολιτικής δεν έχουν θιγεί. Και αυτό ενώ θεωρητικά θα μπορούσε να θεωρηθεί αρνητικό (διότι είναι καλό να γνωρίζουν οι ψηφοφόροι τις σχετικές θέσεις των κομμάτων) τελικά είναι θετικό. Διότι, ως συνήθως συμβαίνει προεκλογικά, θα είχαμε μια πλειοδοσία εθνικιστικών πομφολύγων, στο πλαίσιο της γνωστής ξύλινης γλώσσας και της προάσπισης της δήθεν εθνικής υπερηφάνειας. Υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει να επισημανθεί η σημερινή αποκάλυψη του «Βήματος» για την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου για το Δίκαιο της Θάλασσας στη διένεξη μεταξύ Μπανγκλαντές και Μιανμάρ, η οποία, για μια ανάλογη του Καστελόριζου περίπτωση, ουσιαστικά δικαιώνει πλήρως τις τουρκικές θέσεις. Ας το σκεφθούν λοιπόν αυτό όσοι, αγνοώντας τις επιταγές του Διεθνούς Δικαίου, κραυγάζουν ανεύθυνα για τη μονομερή ανακήρυξη Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου.

Πέρα όμως από το θέμα της ΑΟΖ, η εκμετάλλευση του οποίου αποτελεί μία ακόμη εκδήλωση της γνωστής λαϊκίστικης αντιμετώπισης ευαίσθητων και πολύπλοκων προβλημάτων της εξωτερικής πολιτικής, διερωτάται κανείς με ποιο κύρος μπορεί πλέον η Ελλάδα να αντιμετωπίσει και τα υπόλοιπα γνωστά ανοιχτά θέματα, όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Κυπριακό και το Σκοπιανό. Θέματα τα οποία απαιτούν λύσεις τώρα, διότι όσο παραμένουν άλυτα τόσο ο χρόνος λειτουργεί εις βάρος μας. Ιδίως την περίοδο αυτή, που συνεχίζεται η ανεξέλεγκτη κατρακύλα της χώρας. Αυτός είναι λοιπόν ένας ακόμα λόγος που επιβάλλει την ανάγκη για τη συγκρότηση μιας ισχυρής κυβέρνησης μετά τις εκλογές. Η δημιουργία όμως τεχνητής έντασης, κυρίως μεταξύ των δύο θεωρουμένων ακόμα ως μεγάλων κομμάτων, για καθαρά κομματικούς λόγους και τα παραμύθια περί αυτοδυναμίας δυναμιτίζουν το κλίμα για την προώθηση μετεκλογικών συνεργασιών. Διότι οι συνεργασίες αυτές θα καταστούν από τα πράγματα αναγκαίες, ώστε να αποφευχθεί η ολέθρια προσφυγή σε νέες εκλογές, η οποία θα αποτελέσει και τη χαριστική βολή για την πτωχευμένη ήδη Ελλάδα.