Χρυσή Αυγή: οι απολογητές της αποσύνθεσης





Διαβάζω αυτές τις μέρες, σαν απόδοση φόρου τιμής στον πρόσφατα εκλιπόντα Χόρχε Σεμπρούν, το «Λευκό όρος». Εκεί, ο ισπανός συγγραφέας περιγράφει τις σχέσεις πέντε ανθρώπων με φόντο τη μεταπολεμική ευρώπη και την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στην (τότε) Τσεχοσλοβακία. Κάποιοι εκ των πρωταγωνιστών φέρουν τα τραύματα των στρατοπέδων συγκέντρωσης του Β’ παγκοσμίου, τραύματα που διατρέχουν όλο το έργο και επιστρέφουν σαν εφιάλτες στο σήμερα.

Σε κάποιο σημείο γίνεται αναφορά στους ιθύνοντες των εγκλημάτων αυτών (εν ολίγοις στην επιστημονική και στρατιωτική ηγεσία των ναζί), ως «απολογητών της αποσύνθεση». Ένας χαρακτηρισμός που ταιριάζει γάντι, τουλάχιστον στην εικόνα που έχω σχηματίσεί εγώ, στις σύγχρονες καρικατούρες των γερμανών Ναζί: τους  χρυσαυγίτες και την δολοφονική τους οργάνωση.

Η συμμορία αυτή, που, από την αφάνεια, μέσα σε 3 χρόνια βρέθηκε σε πρωτόγνωρα για χώρα της Ευρώπης εκλογικά ποσοστά, πάτησε στην κοινωνική αποσύνθεση και την μνημονιακή ερημοποίηση.  Βγήκε από το βαθύ σκοτάδι της ιστορίας (εκεί που την είχαν θαμμένη οι μνήμες των ελλήνων από τη ναζιστική θηριωδία) και θράφηκε από την απελπισία. Μπορεί να είχε γεννηθεί από τη μισαλλοδοξία κάποιων υμνητών του Χίτλερ, αλλά θράφηκε από την πρωτοφανή απόγνωση που σωρεύτηκε στην ελληνική κοινωνία. Μπορεί ιδεολογικά να παραμένει ξένη για τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, αλλά οι συμπεριοφρές της βρήκαν πάτημα σε ένα ήδη διαμορφωμένο και οξυμένο μείγμα πολιτικού αναλφαβητισμού και κοινωνικής αποξένωσης. Οι άνθρωποι, με α-τονισμένα τα  πολιτικά αισθητήρια, από-στοιχισμένοι από δημοκρατικές ενσωματώσεις και αφημένοι στη μνημονιακή δυστοπία, αποδυνάμωσαν τις αντιστάσεις τους. Έτσι, η φαιά συμμορία, βρήκε τα ένστικτα του φόβου, του άλογου θυμού, της, της μνησικακίας, μία διάχυτη (ας πούμε τον εύστοχο νεολογισμό) «καγκουρίλα» και πρόσφερε τον απλουστευτικό λόγο της και τις ακόμα πιο πρωτόγονες δράσεις της.

Απολογητές της αποσύνθεσης. Τρέφονται από την απώλεια της συνοχής, από την βίαιη εξατομίκευση των τελευταίων 30 χρόνων, από την υποκουλτούρα και τη λογική της ήσσονος προσπάθειας. Δε χρειάζονται δέσμευση, συλλογική έκφραση, απλώς «μια ψήφο για να ξεβρομίσει ο τόπος». Δε χρειάζονται (αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας) ανθρώπους που σκέφτονται, που συνθέτουν, που μελετούν. Θέλουν τον κακό, μίζερο και χωρίς αυτοεκτίμηση εαυτό μας για να του δώσουν υπόσταση. Γι’ αυτό θα επιβιώνουν όσο η αποσύνθεση παραμένει. Αντίθετα, θα ξαναχαθούν στο πηχτό σκοτάδι, (ότ)αν επινοήσουμε ξανά τη συλλογικότητα, τη λαϊκότητα (κόντρα στη χυδαία εμπορευματοποίηση), την προσωπική βελτίωση. (Ότ)αν δώσουμε νέα οράματα και τρόπους επαναπροσέγγισης. (Ότ)αν ξαναγίνουμε κοινωνία αντί για μεμονωμένα άτομα. Γιατί τα άτομα, μόνα τους, γίνονται ευκολότερα βορά στους άγριους λύκους που τόσα χρόνια παραμόνευαν…