Το τανγκό των Χριστουγέννων

του Μιχάλη Ταστσόγλου

Δυο σκέψεις μετά την ταινία

Έβρος , 1970. Πεζικό. Τα πρέπει και τα μη. Σκληρή στρατιωτική ιεραρχία. Όμως, μόλις τον δουν, όλοι οι άνθρωποι νιώθουν τον έρωτα στρατηγό.

Πολλή κουβέντα γίνεται για την ταινία του Νίκου Κουτελιδάκη. Είναι, βέβαια, καθοριστικό το μέτρο σύγκρισης του καθενός, όταν βαθμολογεί μία ταινία. Κι επειδή κι εγώ έχω τα δικά μου «μέτρα και σταθμά», πιστεύω πως δε δικαιολογείται δα και τόσος ντόρος γύρω από αυτήν.
Το κάστινγκ της ταινίας ενδιαφέρον, αν μη τι άλλο. Πρόσωπα τα οποία πέτυχαν κι έγιναν γνωστά στο ευρύ κοινό μέσα από τις σειρές του Πάνου Κοκκινόπουλου. Συν το Γιάννη Μπέζο βέβαια. Το τρέιλερ της ταινίας σε έβαζε σε μία ατμόσφαιρα νοσταλγικά ρομαντική. Οπότε, ιδίως αν πηγαίνεις συχνά κινηματογράφο, δεν έχεις λόγο να μην πας να δεις το «Τανγκό των Χριστουγέννων».
Γενικά, ήταν μία παραγωγή στο κλίμα των ημερών. Τόσο χριστουγεννιάτικη, όσο και low budget. Εξάλλου, το κάστινγκ ήταν μικρό. Και όσο κι αν οι ελληνικές κινηματογραφικές παραγωγές συνηθίζουν να εμφανίζουν πληθώρα αστέρων στο πανί, η εν λόγω παραγωγή με τις λίγες, αλλά σωστές, επιλογές ηθοποιών έδειξε το δρόμο.
Τον  αντισυνταγματάρχη Λόγγο (Γιάννη Μπέζο) τον περίμενα πιο ξεχωριστό υποκριτικά. Βέβαια, ο ρόλος ενός συντηρητικού στρατιωτικού δεν ενδείκνυται για αυτοσχεδιασμούς. Ωστόσο, σε πολλά σημεία του έργου οι αντιδράσεις του μετρ της κωμωδίας Μπέζου θύμιζαν έντονα Επαμεινώνδα Κάκαλο. Χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα μόνο αρνητικό.
Ο υπολοχαγός Καραμανίδης (Γιάννης Στάνκογλου) ήταν αναμενόμενα εντυπωσιακός. Ωστόσο, ως ρόλος είχε κάποιες αδυναμίες. Γενικά, ως χαρακτήρας ο Καραμανίδης διακρινόταν από αφέλεια, όπως έδειχναν οι αντιδράσεις του. Στο τέλος όμως τα κατάφερε, καθώς κέρδισε τον έρωτα της Ζωής έστω και για λίγο. Όμως, δε μάθαμε πως έγινε αυτό. Πως δηλαδή ένας αδύναμος χαρακτήρας κέρδισε μία μάχη ζωής. Βέβαια, ίσως το γεγονός πως ποτέ δεν κέρδισε μόνιμα το αντικείμενο του έρωτά του μαρτυρεί αυτή του την αδυναμία.
Ο στρατιώτης Λάζαρος Λαζάρου (Αντίνοος Αλμπάνης) κέρδισε αναμφίβολα τις εντυπώσεις. Πολύ δυνατός υποκριτικά και πολλά υποσχόμενος. Δάφνες του προσδίδει και το ότι δύσκολα κάποιος καταλάβαινε εξ αρχής τις ομοφυλοφιλικές του τάσεις, αν κι εγώ προσωπικά το «μάντεψα» από νωρίς. Η Ζωή Λόγγου (Βίκυ Παπαδοπούλου) ήταν καλή. Πολύ όμορφη γυναίκα, που, όμως, είχε και καλές (σκηνή χορού) και κακές (σκηνή που ήταν γηραιά) υποκριτικά στιγμές.
Μέχρι τα μέσα της η ταινία είχε συγκεκριμένες αδυναμίες. Δε μάθαμε ποτέ πως ο Καραμανίδης ερωτεύτηκε τη Ζωή. Γιατί εκείνος κι όχι οποιοσδήποτε άλλος από τους στρατιώτες. Σύνηθες φαινόμενο – στις ελληνικές ταινίες – ο έρωτας με την πρώτη ματιά. Όμως, η εσωτερική πάλη του υπολοχαγού δε βγήκε ποτέ στην οθόνη.
Επίσης, ο κύριος Κουτελιδάκης, σκόπιμα προφανώς, δεν έδωσε πολιτικές προεκτάσεις στο έργο του. Κρίμα όμως. Θα ήταν πολύ επίκαιρο κάτι τέτοιο. Εξάλλου, το ότι επρόκειτο για Χούντα Συνταγματαρχών θα διευκόλυνε το σκηνοθέτη να δείξει την αποστροφή της Ζωής για τον ίδιο της τον άντρα.
Ο σκηνοθέτης έβαλε αρκετό χιούμορ στο όλο μελόδραμα. Συνήθης τακτική του Νίκου Κουτελιδάκη. Όμως, για ένα μεγάλο διάστημα της ταινίας, το κωμικό στοιχείο ήταν αυτό που κρατούσε το ενδιαφέρον του θεατή. Η ταινία ξεχώρισε χάρη στο έντονο συναισθηματικά τελευταίο μέρος της που επισφραγίστηκε από την ανατροπή.